Σάββατο 30 Οκτωβρίου 2010

ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ και ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ



Αν το αρχαίο δράμα είναι «κλασικό», αυτό σημαίνει υποχρεωτικά τη διαχρονικότητα και παγκοσμιότητα της αναφοράς του, ως προς τις «ανθρώπινες συνθήκες» αλλά και την αντίστοιχη πρόσληψη, υποδοχή και αποδοχή του από το κοινό, όπου γης, για να είναι δυνατό να λειτουργήσουν τα βασικά  συστατικά της τραγωδίας και να επέλθει ως τελικό ζητούμενο η «κάθαρση» των θεατών μέσα από τον «φόβο» και τον «έλεο».
Διότι, η αποστολή της τραγωδίας, (και τελικά του θεάτρου) είναι η ηθική, και κοινωνιολογική λειτουργία της «κάθαρσης».
Προϋποθέτει δε το κοινό να προσλαμβάνει τα σκηνικά μηνύματα και να αντιδρά, λίγο-πολύ με παρόμοια συμπεριφορά, και τελικά να βρίσκει τη ¨λύση¨ και τη ΄λύτρωση¨.
Απαραίτητος διαμεσολαβητικός παράγοντας στην επικοινωνία του θεατή με το θέαμα είναι ο σκηνοθέτης, ως γεφυροποιός που επιτρέπει την απρόσκοπτη μεταβίβαση των σκέψεων του συγγραφέα, στον τελικό αποδέκτη τους, το θεατή στη θεατρική αίθουσα.
 Ο σκηνοθέτης καλείται να γίνει μεσολαβητής, της επικοινωνίας του κοινού με τα μηνύματα που εκπορεύονται ,καταλήγοντας πολλές φορές  να υποκαθιστά ακόμα και τον ίδιο το συγγραφέα.
Όποια λοιπόν απόπειρα ερμηνείας του έργου κι αν επιχειρείται (ιδιαίτερα για ένα «κλασικό» κείμενο), σε κάποιο βαθμό χαρακτηρίζεται  από αυτή η υποκειμενική αντιμετώπιση του δραματικού έργου
Με αυτά τα δεδομένα και τις προδιαγραφές που διαμορφώνεται στην αρχική «άποψη» για την ερμηνεία της αρχαίας τραγωδίας και κωμωδίας, υπάρχουν κενά και ελλείψεις που μόνο με φαντασιακά, και υποκειμενικά στοιχεία, συμπληρώνονται από τους σκηνοθέτες, προβάλλοντας το «όραμα» ενός κόσμου που διατείνονται ότι είναι πραγματικός, ενώ στην ουσία δεν είναι παρά ουτοπικός.
 Η δημιουργός συνείδηση του συγγραφέα, ως της μοναδικής πηγής εκπόρευσης του νοήματος του έργου και του αποκλειστικά υπεύθυνου για το αποτέλεσμα της παράστασης αμφισβητείται.
Κατ’ αυτό τον τρόπο, για πρώτη φορά στην ιστορία της σκηνοθεσίας και ιδιαίτερα της σκηνοθεσίας αρχαίου δράματος, δημιουργείται μια νέα πραγματικότητα, που διαφοροποιείται ποιοτικά από κάθε άλλη προγενέστερη. .
Η αρχή έχει γίνει με την αμφισβήτηση της μονοκρατορίας του κειμένου, που οδηγεί σταδιακά στο «θάνατο του συγγραφέα».
Οποιοδήποτε δραματικό έργο δεν είναι παρά μόνο το πρόσχημα, ο καμβάς, το έναυσμα, προκειμένου ο σκηνοθέτης να προβάλει τις δικές τους ¨απόψεις¨.
Έννοιες όπως «σεβασμός» και «δέος», «υψηλά μηνύματα» και «πανανθρώπινο περιεχόμενο», δεσπόζουσες αρχές με βάση τις οποίες οι σκηνοθέτες προσέγγιζαν το θέατρο κι ιδιαίτερα το αρχαίο δράμα, σήμερα πια δεν υπάρχουν.

Σταδιακά τα πράγματα εξελίσσονται και διαφοροποιούνται αισθητά. Το επίκεντρο του ενδιαφέροντος μετατοπίζεται από τη δημιουργική συνείδηση του συγγραφέα, στην προσλαμβάνουσα συνείδηση του σκηνοθέτη.
Με τις προσλαμβάνουσες που έχουν διαμορφωθεί από την τηλεόραση και τη δυναμική της εικόνας μέσα στην κοινωνία του θεάματος, γι αυτό και η «μεταμοντέρνα» εκδοχή οδηγείται συχνά σε σκόπιμες υπερβολές που καταλήγουν σε τηλε-οπτικοποίηση ή και εκχυδαϊσμό, που τελικά υποβαθμίζει την έννοια «θέατρο» και την μετατρέπει σε «θέαμα» ευρείας κατανάλωσης.
Καταφεύγει, συχνά, στην εύκολη λύση του εντυπωσιασμού και του εικαστικού εκμαυλισμού, μέσα από τους οποίους το θέατρο, κι ειδικά το αρχαίο δράμα, μοιραία χάνει το περιεχόμενό, το λόγο ύπαρξης του, υπονομεύοντας και αλλοιώνοντας τελικά την αξία που (υποτίθεται) ότι αντιπροσωπεύει.
Το ίδιο όμως (τηρουμένων των αναλογιών) παρατηρείται και με τα έργα της αριστοφανικής κωμωδίας, η οποία στο όνομα του εύπεπτου, διασκεδαστικού, λαϊκού θεάματος, μετατρέπεται συχνά σε χυδαίο επιθεωρησιακό νούμερο, με αντίστοιχη γλωσσική, νοηματική και πολιτισμική καταβαράθρωση του περιεχομένου της.
Στην Ελλάδα, με αρκετή όπως πάντα καθυστέρηση και με τις σχετικές, κάποτε, στρεβλώσεις και παρανοήσεις που προκαλεί συχνά η ημιμάθεια και η απουσία κατάλληλης πνευματικής και καλλιτεχνικής υποδομής, οι «μεταμοντέρνες» αυτές απόψεις έγιναν δεκτές με αλαλαγμούς ανακούφισης, αφού θεωρήθηκε ότι ξεπερνιέται οριστικά η καταδυνάστευση της ισχυρής «κλασικής», που «καταπίεζε» την ελεύθερη έκφραση των νέων δημιουργών, ενώ (κατ’ αυτό τον τρόπο) προχωρούμε (όπως διατείνονται οι φανατικοί θιασώτες αυτής της τάσης) στη φάση του εκσυγχρονισμού, του εξευρωπαϊσμού και της απαλλαγής της από τα ιδεολογικά κατάλοιπα του παρελθόντος.
Από υπερβολική τάση αυτοπροβολής, που γίνεται αποδεκτή μόνο από το κοινό των ημιμαθών ή αμαθών θεατών, άλλοτε από διάθεση πλειοδοσίας, προκειμένου να δηλωθεί κατηγορηματικά η προσωπική τους παρουσία στο χώρο και να σφραγιστεί με τη δική τους υπογραφή η κατατεθειμένη ερμηνευτική πρόταση και άλλοτε από προχειρότητα και σπουδή για τη συμμετοχή τους σε θεατρικά δρώμενα μιας τουριστικής κυρίως ατραξιόν και όχι πραγματικής καλλιτεχνικής αναζήτησης,
υποβαθμίζουν το αποτέλεσμα και υπονομεύουν την αξία αυτού, που υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύουν.

Γινόμαστε λοιπόν μάρτυρες μιας αδίστακτης κακοποίησης των κλασικών κειμένων, και γενικότερα μιας παρανοημένης αντιμετώπισης του θεάτρου και ενός πολιτισμικού εκμαυλισμού, οι αρνητικές συνέπειες των οποίων δεν έχουν ακόμα γίνει αντιληπτές από τους υπεύθυνους, οι οποίοι ανενδοίαστα παρέχουν κάθε είδους υποστήριξη.
Όπως οικονομική ενίσχυση, επίσημους θεατρικούς χώρους, προβολή σε άτομα καλλιτεχνικά «επικίνδυνα» για τη διαχείριση της πολιτιστικής και θεατρικής παράδοσης αλλά και για τη δημιουργία οποιασδήποτε καινούριας.

Κατ’ αυτό τον τρόπο, το «μεταμοντέρνο» και ό,τι αυτό ισχυρίζεται ότι αντιπροσωπεύει, από μια τάση ανανέωσης και ουσιαστικού εκσυγχρονισμού του θεάτρου, από μια απόπειρα αναπροσαρμογής του «κλασικού» στη σύγχρονη πραγματικότητα, καταλήγει να γίνει τέλμα που όχι μόνο σε ελληνικό αλλά και σε ευρύτερα παγκόσμιο επίπεδο, οδηγεί το θέατρο σε αδιέξοδο, υπονομεύοντας τελικά την αξία και την ειδοποιό διαφορά του, από άλλες μορφές τέχνης και θεάματος.
Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, όταν οι βασικές ανατροπές έχουν πραγματοποιηθεί, κάθε περαιτέρω δυνατότητα πρωτοτυπίας περιορίζεται ή εξοβελίζεται και η όποια «άποψη» μετατρέπεται σε «μανιέρα») καταλήγει να γίνει συνώνυμη του «κιτς»
Για μια ακόμα φορά, η σκηνοθεσία αποκαλύπτει τον ουτοπικό χαρακτήρα της αφού και πάλι, μ’ αυτή την «μεταμοντέρνα» (ή όπως αλλιώς ονομαστεί) εκδοχή της, δεν αποτελεί παρά αποκύημα της φαντασίας του συγκεκριμένου καλλιτέχνη, προϊόν μιας αυθαίρετης και υποκειμενικής άποψης για τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να υπάρξει και να λειτουργήσει το «κλασικό» κείμενο σε μια εποχή που αρνείται την αξία της ίδιας της έννοιας.
Ως τέτοια, η σύλληψη του αρχαιοελληνικού δράματος μέσα στις συνθήκες του σύγχρονου κόσμου μπορεί, ενδεχομένως, να μην έχει (συχνά) καμιά αναφορά στον πλούτο και το μεγαλείο του δραματικού κειμένου, τα οποία βάναυσα και ανενδοίαστα κακοποιούν, προς χάριν (δήθεν) της  πρωτοτυπίας και του ''μεταμοντέρνου''. 


Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2010

ΑΓΓΕΛΟΥ ΤΕΡΖΑΚΗ Για το Φυσικό και το Αληθινό



Στοχασμός για «το φυσικό και το Αληθινό»


Προτού ο νατουραλισμός προσγειώσει το θεατρικό ύφος στο επίπεδο της «φυσικότητας» ήταν συμφωνημένο άγραφα κι αυτονόητο πως το ποιητικό έργο –και το Θέατρο είναι ποίηση ή τίποτα- στηριζόταν σε μια σύμβαση που μεταπλάθει το καθημερινό, το μετουσιώνει και το εξαίρει.
Η μετάπλαση αυτή είναι συνήθως ανεπαίσθητη, τόσο επιδέξια ώστε να μην καταργεί αλλά τουναντίον να τονίζει, την εντύπωση του αληθινού. Δεν πέφτει όμως ποτέ στο επίπεδο του φωτογραφικά «φυσικού». Η αλήθεια είναι η περιοχή της Τέχνης, όχι η φυσικότης.
Ο νατουραλισμός είναι υπεύθυνος για την θανάσιμη σύγχυση των δύο αυτών όρων. Υποκαθιστώντας την αλήθεια με την φυσικότητα, στέρησε το δραματικό θέατρο από την ικανότητα να συλλαμβάνει το βαθύτερα αληθινό.
Γιατί η αλήθεια της Τέχνης είναι ζωή συμπυκνωμένη, εντατική εν δράσει, με χαρακτήρα οικουμενικό, ενώ η φυσικότητα είναι απατηλό στιγμιότυπο.