Η μάσκα ως αναφέρεται στο λήμμα του
λεξικού, είναι ένα τεχνητό σκέπασμα του προσώπου πολλές φορές και της
κεφαλής, χρησιμοποιείται δε για μεταμφίεση ή προστασία. Η καταγωγή της
είναι τόσο παλιά όσο και ο ανθρώπινος πολιτισμός. Ο άνθρωπος
μεταμφιέζεται σε ό,τι φοβάται για να το ξορκίσει.
Οι αρχικές του
μεταμφιέσεις είναι κυρίως από το ζωικό βασίλειο, χρησιμοποιώντας
ολόκληρα κεφάλια ζώων και τις προβιές τους. Αυτές είναι οι πρώτες
μάσκες, ακολουθούν οι φυτικές, αφού και τα φυτά σαν ύπαρξη έχουν κάτι
μαγικό και μυστήριο για τον πρωτόγονο άνθρωπο. Οσοι τολμούν να τη
φορέσουν, με τη δύναμή της μεταμορφώνονται και βγαίνει από μέσα τους ο
μάγος, η μαγωδία, ο σεβαστός ιερέας.
Η ανάγκη του ανθρώπου να
εκφράσει τα συναισθήματά του και οι συχνές αναφορές στη μνήμη του τις
ίδιες χρονικές περιόδους οδηγούν στην ιερή τελετουργία από την οποία
γεννιέται το θέατρο. Και στην ιερουργία και στο θέατρο χρειάζονται
μάσκες και ενδυματολογικά αξεσουάρ για να απελευθερωθεί το «άλλο», αυτό
που ντρεπόμαστε ή φοβόμαστε να εκφράσουμε και να βγάλουμε από μέσα μας.
Το θέατρο αγγίζει το θεϊκό και πολλά από αυτά που γεννήθηκαν μέσα του
πέρασαν στη σφαίρα των θεών.
Ας φανταστούμε, λοιπόν, μια μάσκα αρχαίου ελληνικού
δράματος: ελαφρύ κεραμικό ζωγραφισμένο, τονισμένα μάγουλα και πιγούνι,
στο μέτωπο ζωγραφισμένα μαλλιά σαν σαλιγκαράκια, τα μάτια στεφανώνονται
από γαϊτανόφρυδα, οι βλεφαρίδες ζωγραφισμένες γλαφυρά μία μία, αλλά οι
κόρες δύο τρύπες άδειες.
Στη μύτη άλλες δύο τρύπες, τα ρουθούνια, και
ένα μεγάλο άνοιγμα, το στόμα, σχηματίζοντας το γέλωτα. Σχεδόν φελινικά
υγραίνονται στο βάθος οι κόρες των ματιών, τα ρουθούνια ζεσταίνονται και
το στόμα που έχει τόσο άνοιγμα για να χωρέσει ο πλούτος της αλφαβήτου
εκβάλλει το λόγο.
Είναι εκεί «αυτό» που σημαίνει φως και θα ποιήσει το
ήθος, ο ηθοποιός.
Λέγεται ότι η πρώτη μάσκα κατασκευάστηκε από τον
Θέσπι για να ακολουθήσει μια σειρά από μεταλλάξεις και όταν αναγεννήθηκε
το αρχαίο θέατρο στη σύγχρονη Ελλάδα και πολλοί Ελληνες καλλιτέχνες
δημιούργησαν ξανά και ξανά μάσκες, είτε για το θέατρο είτε για μια
εσωτερική τους ανάγκη, ο Γιάννης Τσαρούχης είπε για την ειδική σχέση του
ηθοποιού και της μάσκας: «Κάθε φορά που έκανα μάσκες για το θέατρο
στάθηκε αδύνατο να εξουδετερώσω το χαρακτήρα αυτού που τις φορούσε, που
ξεπρόβαλλε πάντοτε σαν ένας ανεξίτηλος λεκές που τίποτε δεν τον έσβηνε».
Οι πρωτόλειες παραστάσεις θα πάρουν
συγκεκριμένη μορφή στις διονυσιακές τελετές.
Ο Διόνυσος με καταγωγή από
τη Θράκη, κατ’ άλλους από τη Μικρά Ασία. Είναι ο τελευταίος θεός που
εγκαταστάθηκε στον Ολυμπο, αλλά κατάφερε να είναι ο πιο καρπερός!
Η
μεταμφίεση παίζει μεγάλο ρόλο στην ύπαρξη του Διονύσου από την πρώτη
στιγμή της γέννησής του οπότε διασώζεται και επιβιώνει από την οργή της
Ηρας με μάσκες και προβιές ενός κριαριού και αγριοκάτσικου, ενώ η σπηλιά
όπου κρυβόταν καμουφλάρεται με κλήματα.
Η
θεός αυτός είναι ο πρώτος που δημιουργεί το θέατρο στα ευρωπαϊκά
δεδομένα.
Στα Μικρά και Μεγάλα Διονύσια που γίνονταν πανελλήνια
γεννιέται «ο Διθύραμβος», θρησκευτικός ύμνος προς τιμήν του Διονύσου με
οινοποσία, ευθυμία, κύμβαλα, τύμπανα και φαλλοφορίες.
Τα Λήναια
γινόντουσαν το χειμερινό μήνα Γαμηλιώνα (Ιανουάριος – Φεβρουάριος), όπου
διαγωνίζονταν τραγικοί ποιητές με δύο τραγωδίες και πέντε κωμωδίες.
Ακολουθούσαν τα Ανθεστήρια το μήνα Ανθεστηριώνα (Φεβρουάριος – Μάρτιος),
με τη γιορτή των ανθών όπου μετά από ένα γερό συμπόσιο, οινοποσία και
προσφορά στεφάνων στο θεό, γινόταν μια θεατρικοποιημένη συμβολική τελετή
γάμου μεταξύ ενός θεού και της γυναίκας του άρχοντα - βασιλιά που της
χάριζε τους καρπούς… της γης!
Ακολουθούσαν τα Μικρά Διονύσια το
μήνα Ποσειδαιώνα (Δεκέμβριος – Ιανουάριος), με θυσίες, πανηγυρικές
πομπές, θορυβώδεις χορούς, χυδαίες βωμολοχίες των χωρικών, πανηγυρικές
πομπές με ανεπτυγμένο το στοιχείο της «Μάσκα-ράτας».
Τα Μεγάλα
Διονύσια διαξάγονταν το μήνα Ελαφηβολιώνα (Απρίλιος – Μάρτιος), με
πολλές πορείες έξω από τα τείχη της πόλης, κρατώντας αναμμένους πυρσούς
και τεράστιους φαλλούς. Κατέληγαν με θυσίες, διαγωνισμό διθυράμβων και
κωμωδιών, τραγωδιών και σατιρικών δραμάτων.
Οι πρώτες απόπειρες
μασκοφορίας και μεταμφίεσης των θιάσων του Διονύσου ονομάζονταν
Μαιναδικοί. Οι θίασοι αυτοί απαρτίζονταν κυρίως από γυναίκες που
μιμούνταν τις πρώτες μυθικές Βακχίδες, Μαινάδες ή Θυάδες.
Οι άντρες
ντύνονταν Σιληνοί ή και Σάτυροι και ο Ιερέας ταυτιζόταν με τον Διόνυσο.
Φόραγαν δέρματα ζώων και στα κεφάλια του έβαζαν στεφάνια από τα ιερά
φυτά του Διονύσου (άμπελος – κισσός), οι γυναίκες κρατούσαν θύρσο, ένα
ραβδί στεφανωμένο με ένα κουκουνάρι και στολισμένο με φύλλα κισσού και
κλήματος.
Εβαφαν τα πρόσωπά τους (αρχική μορφή μάσκας) με κατακάθια από
το πρώτο κόκκινο κρασί της χρονιάς. Αυτό ήταν… με τους ήχους από τα
τύμπανα (τουμπάκια), τους αυλούς και τους άσκαυλους (τσαμπούνες)
μεταπηδούσαν στην έκσταση και «έβγαινε ο θεός από μέσα τους».
Στους τραγουδιστές γρήγορα ξεχώρισε ο έξαρχος –
αυτός που άρχιζε το τραγούδι για να το πιάσουν και να το συνεχίσουν οι
υπόλοιποι.
Ας μην ξεχνάμε ότι ο
Διόνυσος είναι και αυτός γιος θεού και μιας θνητής, της Σεμέλης. Ο
διπλογεννημένος θεός συμβόλιζε τον αναγεννημένο θεό.
Μέσα από αυτές
τις γιορτές και διαγωνισμούς θεάτρου ξεπήδησε ο Θέσπις (Ελληνας τραγικός
ποιητής από τον αττικό δήμο Ικαρία, τον σημερινό Διόνυσο).
Πιστεύεται
ότι το 535 π.Χ. κέρδισε την πρώτη νίκη θεάτρου στα Μεγάλα Διονύσια,
διδάσκοντας τραγωδία. (Βέβαια, δεν ήταν ο μόνος αγώνας θεάτρου που
κέρδισε, αφού και στην 61η Ολυμπιάδα 536 – 534 π.Χ. κέρδισε και εκεί σε
δραματικό αγώνα.)
Το 535 π.Χ. όμως κάνει μια καινοτομία – ορόσημο για το
ευρωπαϊκό θέατρο και όλη τη μετέπειτα εξέλιξή του. Βάζει έναν υποκριτή
να κάνει διάλογο στη συνοδεία των Μαινάδων, δηλαδή του χορού που ψέλνει,
και ακόμα κατασκευάζει την πρώτη ανθρωπόμορφη μάσκα.
Χρησιμοποιεί
επίπεδη επιφάνεια για την παρουσίαση του χορού και βάζει τους θεατές να
παρακολουθήσουν τα δρώμενα από κεκλιμένη επιφάνεια (πρώτη μορφή
αμφιθεάτρου).
Η
ανθρώπινη μάσκα τελειοποιείται από άποψη κατασκευής από τον Χόρηλο και
αργότερα ο Φρύνιχος κατασκευάζει τη γυναικεία μάσκα που πραγματικά
βολεύει, αφού οι γυναίκες δεν παίζουν θέατρο κατά τους αρχαίους θεσμούς
και οι ρόλοι παίζονται μόνο από άντρες. Φυσικά, δεν έλειψαν και οι
θεότητες με τις μάσκες, αφού ο αρχαίοι Ελληνες θέλουν να έχουν πάντα τον
«ειδικευμένο» θεό τους. Έτσι παρουσιάζονται οι μούσες προστάτιδες.
Αυτές μεταπηδούν από θεότητες των νερών σε θέσεις θεοτήτων του
πολιτισμού.
Θάλεια και Μελπομένη είναι οι προστάτιδες του θεάτρου.
Η
Θάλεια προστάτιδα της βουκολικής ποίησης και κωμωδίας εμφανίζεται με το
προσωπείο του κωμικού ηθοποιού και το κεφάλι της είναι στολισμένο με
κισσό (σύμβολο του Διονύσου). Ταυτίζεται με τις γιορτές «κατ’ αγρούς
Διονύσια».
Η Μελπομένη είναι η προστάτιδα της αρμονίας και του
τραγουδιού, σχετίζεται με τον Μελπόμενο Διόνυσο που ήταν αρχηγός των
μουσικών πριν από τον Απόλλωνα.
Ο Διόνυσος της ανέθεσε την προστασία της
τραγωδίας. Εμφανίζεται στολισμένη στο κεφάλι με στεφάνι αμπέλου και
κρατά το τραγικό προσωπείο του Ηρακλή.
Μέσα από τα τύμπανα, τους
αυλούς, τις τσαμπούνες, τους χορούς, η μάσκα δεν σταμάτησε να
εξελίσσεται.
Ο Αισχύλος κάνει ένα σημαντικό βήμα, προσθέτει στην
κατασκευή της μάσκας φυσική και τεχνητή κόμμωση. Δηλαδή, ένα είδος
περούκας, ποστίς.
Αυτό το ποστίς στηριζόταν στο
μέτωπο της μάσκας αλλά και στα πλάγια, πολλές φορές εκτεινόταν και στο
πίσω μέρος της κεφαλής. Τα ποστίς δεν ήταν άγνωστα στην αρχαία Ελλάδα.
Σίγουρα δεν είχαν την απόλυτη έκφραση και έκταση όπως στην αρχαία
Αίγυπτο όπου ξύριζαν τα κεφάλια τους και φορούσαν ολόκληρη περούκα.
Στην
Ελλάδα, οι άνθρωποι φορούσαν μικρά ποστίς και στον καθημερινό τους
βίο(!), τα οποία αναδείκνυαν το περίπλοκο χτένισμά τους.
Κατασκευάζονταν
από φυσικά μαλλιά που τα τοποθετούσαν στο πάνω μέρος του μετώπου ή
αποτελούσαν συνέχεια της κόμμωσης. Ποτέ δεν έβαλαν, όμως, στην
καθημερινή τους ζωή ολόκληρη περούκα όπως οι Αιγύπτιοι.
Οι μάσκες του
θεάτρου έπρεπε να είναι όσο το δυνατόν ελαφρές, κατασκευάζονταν κυρίως
από κανναβόπανο ή από ελαφρύ πηλό, τη βάση της μάσκας πέρναγαν με
διάφορα επιχρίσματα και τις τελείωναν ζωγραφίζοντάς τις. Τα ανοίγματα
των ματιών ήταν όσο η κόρη των κανονικών οφθαλμών, ενώ το υπόλοιπο του
ματιού ήταν ζωγραφισμένο. Τα ρουθούνια έπρεπε να αφήνουν τόσο άνοιγμα
ώστε να ανασάνει άνετα ο ηθοποιός. Όσο για το στόμα έπρεπε να είναι τόσο
το άνοιγμά του ώστε η άρθρωση να φτάνει στον θεατή καθαρή. Λέγεται ότι
πίσω από το στόμα της μάσκας τοποθετούσαν ένα μικρό κυλινδροειδές χωνί,
κάτι σαν επιστόμια ντουντού, είδος μεγάφωνου που δυνάμωνε τη φωνή του
ηθοποιού και την έκανε να φτάνει και στο πιο απομακρυσμένο σημείο.
Εκτός
από αυτά τα βοηθήματα εφηύραν και άλλα όπως οι κόθορνοι, ψηλοπλάτφορμα
παπούτσια, ώστε να ψηλώνουν οι ηθοποιοί, όπως και μεγεθυμένες,
επιμηκυμένες μάσκες ώστε με τις πολύ εκφραστικές κινήσεις τους να
φαίνονται και να ακούγονται μέχρι το θεατή της τελευταίας κερκίδας.
Αυτά
συνέβαιναν στην τραγωδία, στην κωμωδία όμως, όπου τα δρώμενα έπρεπε να
είναι πιο γραφικά, τα προσωπεία είχαν πλήθος εκφράσεων, ρυτίδες,
μορφασμούς.
Πώς
προσδιορίζονταν οι ηλικίες εκτός από την έκφραση της μάσκας; Από τα
μαλλιά της περούκας! Δηλαδή, ξανθά για τους νέους ρόλους, μαύρα για
ώριμους και μεσήλικες, λευκά για τους γέροντες.
Οι μάσκες, όμως,
αυξήθηκαν και πληθύναν και εκτός από τους απλούς τύπους μπήκαν στη
λίστα των χαρακτήρων και οι Επώνυμοι.
Ετσι αργότερα συναντάμε και τον
Σωκράτη σε μάσκα στα αριστοφανικά έργα, όπως και άλλους. Με αυτό το
σημαντικό αξεσουάρ του θεάτρου, γινόταν οικονομία στους ηθοποιούς, γιατί
με τις μάσκες ένας ηθοποιός έπαιζε συχνά ένα και δύο και τρεις και
παραπάνω ρόλους.
Δυστυχώς, μάσκες δεν διασώθηκαν από το αρχαίο θέατρο μόνο περιγραφές τους, ζωγραφιές και μικρογραφίες κεραμικές.
Χαρακτηριστικές
είναι αυτές που διακοσμούν το σπίτι των μασκών στην Αρχαία Δήλο, δηλαδή
η οικία όπου φιλοξενούνταν οι θίασοι όταν έπαιζαν εκεί θέατρο. Ακόμα
στο Ναό της Αρτέμιδος στη Σπάρτη βρέθηκαν μικρές πήλινες μάλλον
λατρευτικές μάσκες.
Από τις πιο γνωστές μάσκες είναι αυτή του
τραγικού προσωπείου που φέρει την έκφραση της απόγνωσης και της μεγάλης
θλίψης και εκείνη του Σάτυρου που συνοδεύεται από το αίσθημα της
αθλιότητας και της απόγνωσης!
Η μάσκα των αρχαίων χρόνων χρησιμοποιήθηκε για δύο κυρίως λόγους, θρησκευτικούς - λατρευτικούς και στο θέατρο.
Ένα
παγκόσμιο σύμπτωμα στη χρήση (φόρεμα) της μάσκας είναι το ξύπνημα της
περσόνας μας. Ο περσοναλισμός είναι ο προσανατολισμός της σκέψης, ο
οποίος αμφισβητεί τη λογική διαδικασία και την προσγείωση στην
πραγματικότητα, που ανοίγει τα σύνορα για τη μεταφυσική εμπειρία.
Λέγεται ότι και στις σύγχρονες απόκριες οι μάσκες που διαλέγουμε να
υποδυθούμε δεν είναι τίποτε άλλο παρά το κομμάτι του εαυτού μας που θα
θέλαμε να βγάλουμε χωρίς ταμπού, φόβο και τύψεις.
Πολλοί ψυχολόγοι σαν μέθοδο φόρεσαν στους ασθενείς τους μάσκες για να απελευθερωθούν από τον ίδιο τους τον εαυτό.
Όταν
αναπτύχθηκε το βενετσιάνικο καρναβάλι, οι μάσκες έπαιξαν σημαντικό ρόλο
στην εκδήλωση του έρωτα, αφού εξίσωναν τις ταξικές διαφορές, και στα
ξεκαθαρίσματα προσωπικών λογαριασμών φτάνοντας ακόμα και σε δολοφονίες
για βεντέτες.
Οι μάσκες όπως και οι περούκες καταργήθηκαν στο Βυζάντιο. Λένε ότι και ο Καραγκιόζης αργότερα είναι ένα είδος μάσκας.
Στη
Νεότερη Ελλάδα, όταν αφυπνίστηκε το αρχαίο Θέατρο έπειτα από πολλά
χρόνια, οι Νεοέλληνες καλλιτέχνες δημιούργησαν, συνεχίζοντας από εκεί
που το αρχαίο Θέατρο είχε κλείσει την αυλαία της τελευταίας παράστασης
σαν να μην είχε περάσει ένα λεπτό και σαν να μην είχε αποσβεστεί τίποτα
από τη μνήμη.
Η Εύα
Σικελιανού είναι αυτή που έβαλε τον πρώτο νεο-λίθο στην ιστορική πια
παράσταση των Δελφών. Και ήταν αυτό που έκανε τις μεγάλες νεοελληνικές
κεφαλές να συναντηθούν και να περάσουν στις πλατείες όλων των θεάτρων
για να ξαναζωντανέψουν οι αρχαίοι χώροι.
Ηθοποιοί-σκηνοθέτες-μουσικοί-χορογράφοι-σκηνογράφοι-δημιουργοί
κοστουμιών θα παίξουν το ρόλο τους και η μάσκα θα πάρει σάρκα και οστά
ξανά.
Για το άκαμπτο της μάσκας θα δημιουργήσει επίμονα και με εμμονή
εξορκίζοντας την πέτρινη ακινησία της ξανά και ξανά ο
Χατζηκυριάκος-Γκίκας (εκτός από τις άλλες δημιουργίες του), τη Μέδουσα.
Αργότερα, ο Διονύσης Φωτόπουλος θα παίξει με εκπληκτική άνεση από το
σύνθετο μπαρόκ σαν κατασκευή στο απόλυτο αφαιρετικό χωρίς να χαθεί το
αρχαίο ελληνικό πνεύμα της απόκρυφης γεωμετρίας.
Αυτός όμως που όχι
απλά θα δημιουργήσει αλλά θα περιγράψει και τις εσωτερικές μύχιες
σκέψεις και συναισθήματα για τη σχέση με τη μάσκα, την εμπειρία της
κατασκευής, τη μαγεία του ζωντανέματός της είναι ο Γιάννης Τσαρούχης που
θα αφιερώσει στον Διονύση Φωτόπουλο το κείμενο «Μάσκες Θέατρο» το 1980.
«…κατασκεύαζα
μάσκες, άλλοτε πολύ νατουραλιστικές, άλλοτε στο έπακρον απλοποιημένες,
καμωμένες από χαρτί, καμιά φορά από πανί, πολύ κοντά σ’ αυτό που
ονομάζουμε αφαίρεση. Η μανία μου για τη μάσκα σταμάτησε, όταν μια μέρα
ανακάλυψα ότι το ανθρώπινο πρόσωπο είναι και αυτό μια μάσκα που μας γελά
ή αλλιώς ειπωμένο, που μας δίνει ένα βαθύτερο είναι που ο άνθρωπος
αποφεύγει, φοβούμενος να συμπεριφερθεί θεϊκά. Αν οι άνθρωποι
παραδέχονταν τη θεϊκή τους ουσία, οι μάσκες θα ήταν περιττές. Ο άνθρωπος
όμως φοβάται και αποφεύγει τον εαυτό του και καταντάει σαν αστακός ή
σαν στρείδι, βάζοντας το σκελετό του πάνω από τη σάρκα του, πολύ συχνά
σκέφτηκα ότι οι αρχαίες μάσκες, που λένε πως ήταν απαραίτητες για
τεχνικούς λόγους ή για καλλιτεχνικούς, αισθάνομαι ότι ήταν επίσης
απαραίτητες σαν προστατευτικά κράνη για τους τολμηρούς που βάλθηκαν να
διαλύσουν την Ελλάδα – και τη διέλυσαν στο τέλος για να την κάνουν
αθάνατη παγκόσμια. Αποφεύγω τον εαυτό μου για να τον ξαναβρώ, τον
καλύπτω για να αποκαλυφθώ. Κάτι τέτοιο πρέπει να είναι η μάσκα».