Πέμπτη 17 Μαΐου 2012

ΟΤΑΝ η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΙΜΕΙΤΑΙ το ΘΕΑΤΡΟ




Η τάση της πολιτικής να μιμείται τα θεατρικά - θεαματικά - υποκριτικά μέσα και τεχνάσματα, «δυσφημεί το θέατρο... δίνει την εντύπωση πως η σκηνή είναι κακό διδασκαλείο».

Φυσικά, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: δεν είναι κακός δάσκαλος το θέατρο ­ κακή είναι η πολιτική μαθήτριά του.
Το θέατρο, το σωστό θέατρο, όχι μόνο δεν διαφθείρει την πολιτική, αλλά αποτελεί σπουδαίο διδακτήριο για πολίτες και πολιτικούς. Και, αυτό, το έχουν αναγνωρίσει, σ' όλους τους τόνους, όλοι οι αιώνες.
ΠΑΣΙΓΝΩΣΤΗ είναι η τάχα στιχομυθία των «νεκραναστημένων» Αισχύλου και Ευριπίδη, στους αριστοφανικούς «Βατράχους».
Στην ερώτηση του πρώτου «γιατί πρέπει να θαυμάζουμε τους (δραματικούς) ποιητές», ο Ευριπίδης αποκρίνεται: «Για τη δύναμη του νου τους και τις ορμήνειες, που κάνουν καλύτερους τους ανθρώπους στις πόλεις» ­
Μεγάλη της πολιτείας σχολή λογάριαζαν οι Έλληνες το θέατρο. ­ 
Σχολή που συνδύαζε την ελευθερία του λόγου, την παρρησία, με την ποίηση και το πάθος. 
Για εκείνους, το θέατρο δεν ήταν γιορτή μόνο και ψυχαγωγία, αλλά και θεσμός της πολιτείας ­ που ωστόσο, οι ποιητές την έκριναν και την κατάκριναν αδίστακτα. 
Ο ένας μετά τον άλλον, ανατέμνανε την εξουσία, τις ενέργειες και τις παρενέργειές της, τις καταχρήσεις δύναμης, τις στρεβλώσεις και τις κακουργίες της.
Ο Ευριπίδης, ειδικά, δεν δίσταζε να στηλιτεύει τους συμπολίτες του (ακόμα κι όταν «έβραζε» ο Πελοποννησιακός πόλεμος) για την μωρή και άσπλαχνη πολιτική τους απέναντι σε εχθρούς και συμμάχους.
Γι' αυτό και ο Αριστοτέλης θεωρούσε πως η δραματική ποίηση είναι «φιλοσοφικότερη και σπουδαιότερη από την ιστορία», αλλά και από το έπος.

ΑΥΤΗ τη σκυτάλη πήραν και τίμησαν οι κορυφαίοι κατοπινοί δραματουργοί.
Ο Σαίξπηρ, τόσο στα Ιστορικά Δράματά του όσο και στις τραγωδίες του, δεν παύει να στηλιτεύει την πολιτεία βασιλιάδων και «ευγενών», την αυταρχία τους, την αρχολαγνεία τους, την απληστία τους, που υπαγορεύουν αποτρόπαια εγκλήματα, με θύματα όχι μόνο άτομα αλλά και χώρες ολόκληρες και λαούς.
Και τιμά, αντίθετα, το θέατρο και τους τεχνίτες του, που είναι «το άπιαστο και φευγαλέο χρονικό κάθε εποχής... της φύσης ο καθρέφτης... που δείχνει το γνήσιο πρόσωπο της αρετής» κτλ.
Παράλληλα, όμως, κακίζει τους καμποτίνους ηθοποιούς, που ξεπερνάνε κάθε μέτρο (όπως πάμπολλοι πολιτικοί), για να ξεγελάσουν το κοινό, και τους αποκαλεί «κακοηθέστατους». Την ίδιαν, άλλωστε, κατηγορία είχε εκτοξεύσει κι ο Αριστοτέλης για τους κακούς ηθοποιούς που καταφεύγουν σε υπερβολές και παλιατσισμούς.
Σελίδες ολόκληρες θα χρειάζονταν για να παραθέσουμε έστω και ψήγματα από τις συνηγορίες υπέρ του θεάτρου ­ που ο Μπρεχτ επέμενε πως πρέπει να «ψυχαγωγεί με διδαχή και έρευνα».
Γι' αυτό και ο Ζαν Βιλάρ το θεωρούσε «οργανισμό κοινής ωφέλειας, όπως το τηλεκτρικό, το τηλέφωνο και το νερό».
ΚΑΙ όχι μόνο το δραματικό θέατρο αλλά και το κωμικό.
Ο Αριστοφάνης έταζε στους ακροατές του πως «για το δίκιο θα καλαμπουρίζει, και πολλά θα διδάξει καλά για να είσαστε ευτυχισμένοι».
Κι αυτός στάθηκε ο στόχος της κωμωδίας, στις άξιες ώρες της: να «διορθώνει τα ήθη γελώντας» («Castigat ridendo mores»).
Κι αυτό διακήρυττε ο Μολιέρος, στον Πρόλογο του «Ταρτούφου» του, που σάρκαζε την υποκρισία των ψευτοευσεβών  
«Αποστολή της κωμωδίας είναι να διορθώνει τα ελαττώματα των ανθρώπων, διασκεδάζοντάς τους».
Ταυτόσημα, και ο Εμμανουήλ Ροΐδης στην «Απάντησιν εις την Ιεράν Σύνοδον» για τον αφορισμό της «Πάπισσας Ιωάννας» του:  
«Η προς τον πλησίον αγάπη αναγκάζει ημάς πολλάκις να εμπαίζομεν τας αδυναμίας του, ίνα τας καταστήσωμεν μισητάς και φευκτέας».

Αλλά και ο βλοσυρός Νίτσε έλεγε πως «Δεν σκοτώνουμε με την οργή, αλλά με το γέλιο».
Και είναι γνωστό τι ρόλο έπαιξε, τις παραμονές της Γαλλικής Επανάστασης, η σάτιρα του Μπωμαρσαί («Ο γάμος του Φίγκαρο») κατά των ευγενών και αυλικών, που μοναδική τέχνη τους ήταν «να δέχονται, να παίρνουν και να ζητάνε».
Μια τέχνη, που δεν έπαψε ν' ανθεί ως τις μέρες μας...
Ακόμα και για το «ταπεινό» μιμοθέατρο, ο σοφιστής του Ε' μ.Χ. αιώνα Χορίκιος υποστήριζε:
 «... Και τη ζωή μας ως πολιτών καλυτερεύουν (οι μίμοι) όχι λίγο, με το να σωφρονίζουν τους άρχοντες στην κατάλληλη στιγμή με σκώμματα».

Έτσι, λοιπόν, το Θέατρο, όταν ασχολείται με την πολιτική, κάνει πολύ καλύτερη πολιτική παρά η Πολιτική που μαϊμουδίζει το θέατρο.
 
Άλλωστε, το θέατρο ­ αντίθετα με την πολιτική ­ παίζει με ανοιχτά χαρτιά: ενώ στηρίζεται στην αυταπάτη του θεατή, δεν εξαπατά κανέναν:
Στο θέατρο, το κοινό ξέρει πως οι ηθοποιοί υποκρίνονται, και πως όσα λέγονται και γίνονται στη σκηνή είναι ψέματα. Αλλά αποδέχεται την «απάτη» και ψυχαγωγείται μ' αυτήν.
Στην πολιτική, το κοινό δεν ξέρει (υποψιάζεται, μόνο) πως οι πολιτικοί υποκρίνονται, και πως τα περισσότερα απ' όσα λένε είναι ψέματα.
Αλλά παρασύρεται συχνά από την απάτη, και τους επιβραβεύει με την ψήφο του και την παράδοσή του σ' αυτούς.
Και στο κάτω - κάτω, το κακό θέατρο δεν κακοποιεί παρά την αισθητική του κοινού ­ ενώ η κακή πολιτική κακοποιεί την ίδια την ύπαρξη του κοινού και του τόπου όλου!..

ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ στο ΑΡΧΑΙΟ ΔΡΑΜΑ


Επειδή το Δράμα δεν είναι τίποτα άλλο παρά η συνισταμένη της Ποίησης, της Μουσικής και του Χορού, γι’ αυτό θα ήταν καλό να γίνει μια σύντομη αναφορά στις τρεις αυτές Τέχνες αρχίζοντας απ’ την Ποίηση, την κατ’ εξοχήν τέχνη του λόγου.

Στην αρχαία ελληνική γλώσσα η λέξη διάλεκτος σημαίνει συζήτηση, συνομιλία κι έναρθρος λόγος, ομιλία αντίθετου του φωνή.
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη : του ανθρώπου μία φωνή, αλλά διάλεκτοι πολλαί.
Η λέξη επίσης σήμαινε ύφος, ιδιαίτερη προφορά του κάθε τόπου. Ακόμη σήμαινε και σημαίνει ακόμα το γλωσσικό ιδίωμα μιας τάξης ή επαγγέλματος ανθρώπων, όπως η γλώσσα των λωποδυτών, των εταίρων, των μηχανικών. Πιο ειδικά με τις διαλέκτους έχει ασχοληθεί η Γλωσσολογία.

Όμως θα ήταν αδύνατο να εισχωρήσουμε, έστω και λίγο, στον μυστικοπαθή κόσμο της αν δε ρίχναμε πρώτα μια σύντομη ματιά στις Διαλέκτους και τα Ρυθμικά σχήματα της Ελληνικής γλώσσας καθώς και στην εξέλιξή της.
Όπως το Ελληνικό έθνος ήταν χωρισμένο σε φυλές, έτσι κι η Ελληνική γλώσσα ήταν χωρισμένη σε τέσσερις διαλέκτους:
1. Αιολική
2. Δωρική
3. Ιωνική
4. Αττική

Η καθεμιά απ’ αυτές τις Διαλέκτους είχε τα δικά της χαρακτηριστικά, τα δικά της ιδιώματα που της έδιναν το ιδιαίτερο φιλολογικό χρώμα της.

Ιδιώματα Διαλέκτων
 • Αιολική.
⇒ Βαρύτητα του τόνου (χείμων, θύμος, άστερες, άγαθος).
⇒ Τα εις μι ρήματα αντί των συνηρημένων (όρημι, φίλημι, κάλημι).
⇒ Τα διπλά υγρά ή ένρινα (κρίννω, κτέννω, φθέρρω, σπέρρω).

• Δωρική ή Δωρίς.
⇒ Φθόγγος α αντί του η (αμέρα, σελάνα, Αθάνα, δάμος). Επειδή μ’ αυτή την προφορά το στόμα πλαταίνει λέγεται πλατιάζειν, πλατειασμός.
⇒ Στην κατάληξη του ρήματος έχει τους τύπους λέγομες, τίθητι.

• Ιωνική.
⇒ Το η αντί του α μακρού (Αθήνη, ημέρη, πρήγμα).
⇒ Τους ασυναίρετους τύπους (ποιέω,).
⇒ Τα ψιλά σύμφωνα και πνεύματα (κατήμενος, δέκομαι).

• Αττική ή Ατθίς.
⇒ Προήρθε απ’ την Ιωνική. Ούτε τα πολλά η της Ιωνικής έχει ούτε τα πολλά α της Δωρικής (ημέρα, Αθηνά).
⇒ Απ’ το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου προτιμάει τα τ τ αντί των σσ (θάλαττα, ήττα).
⇒ Την πρόθεση εις και συν αντί ες και ξυν.
⇒ Την κατάληξη της ονομαστικής πληθυντικού εις αντί της προηγούμενης ης (βασιλείς, ιππείς αντί βασιλής, ιππής).
⇒ Τα δυο ρ (χερρόνησος αντί χερσόνησος).
⇒ Το α΄ πρόσωπο του υπερσυντέλικου (ενεγράφειν αντί ενεγράφη).
⇒ Το γ΄ πρόσωπο του παθητικού παρακείμενου και υπερσυντέλικου (τεταγμένοι εισί, ήσαν αντί τετάχαται, ετετάχατο).

Η Μακεδονική κατάχτηση επιτάχυνε την ισοπέδωση των Ελληνικών διαλέκτων. Η Αττική διάλεκτος πήρε κι απ’ τις άλλες διάφορα στοιχεία ακόμα και ξενικά κι έτσι έφτασε αργότερα να λέγεται Κοινή. Αυτή η διάλεκτος έγινε γλώσσα της βασιλικής αυλής κι απ’ τα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου χρησιμοποιούταν σ’ όλη την Ελλάδα και στις Μακεδονικές κτήσεις στη Μ. Ασία, τη Συρία και την Αίγυπτο. Σ’ αυτή τη γλώσσα γραφτήκαν τα βιβλία της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης κι η Ιστορία του Πολύβιου. Η Κοινή γενικά έχει τα δυο σ κι όχι τα δυο τ κι απεικονίζεται στους επίσημους παπύρους της Αιγύπτου την εποχή των Πτολεμαίων. Όμως η επιμειξία του έθνους με άλλους λαούς έγινε αιτία ώστε η γλώσσα να αλλοιωθεί.