Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 2010

ΩΔΕΙΟΝ ΗΡΩΔΟΥ ΤΟΥ ΑΤΤΙΚΟΥ





Πρόκειται για το μεγαλύτερο και σημαντικότερο αρχαίο ελληνικό ωδείο. Κτίστηκε την εποχή των Αντωνίνων, το 162 μ.Χ., από τον Τιβέριο Κλαύδιο Ηρώδη του Αττικού, στην μνήμη της συζύγου του Ρηγίλλης. Δεν είναι βέβαια το μοναδικό μνημείο που μας άφησε ο επιφανής αυτός Αθηναίος, ο οποίος αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του για κοινωφελή έργα. Ανήγειρε επίσης ωδείο στην Κόρινθο και αφιέρωσε πολυτελή αγάλματα στον εκεί ναό του Ποσειδώνα. Κατασκεύασε υδραγωγείο στην Ολυμπία, μαρμάρινες δεξαμενές στις Θερμοπύλες και το στάδιο του Λυκούργου στην Αθήνα, το γνωστό Παναθηναϊκό στάδιο.
Το έργο όμως με το οποίο εξασφάλισε την υστεροφημία του είναι το περίφημο Ωδείο του, που βρίσκεται στη δυτική γωνία της νότιας πλαγιά της Ακρόπολης. Αρχικά ονομαζόταν «ωδείο της Ρηγίλλης», αργότερα όμως μετονομάστηκε σε «Ωδείο Ηρώδου του Αττικού» ή «Ηρώδειο». Ήδη ο Παυσανίας στα «Αχαϊκά» του παρουσιάζει το ωδείο του Ηρώδη ως θαυμαστή κατασκευή, αξεπέραστη σε μέγεθος και σε διάκοσμο.
Πρόκειται για κατασκευή τύπου ρωμαϊκού θεάτρου και αποτελείται από το κοίλο, τη σκηνή και την ορχήστρα. Το κοίλο έχει λαξευτεί στο βράχο και έχει διάμετρο περίπου 80 μ. Ένα διάζωμα (διάδρομος) πλάτους 1.20 μ. χωρίζει το κοίλο σε δύο μέρη. Το κάτω μέρος χωρίζεται σε 5 κερκίδες με 20 σειρές καθισμάτων στην κάθε μια ενώ το πάνω χωρίζεται σε 10 κερκίδες με 13 ή 14 σειρές καθισμάτων. Στις πρώτες σειρές του κάτω και του πάνω μέρους του κοίλου υπήρχαν θρόνοι.Η επένδυση μάλιστα των εδωλίων ήταν μαρμάρινη. Η χωρητικότητα του ωδείου υπολογίζεται σε 6 περίπου χιλιάδες θεατές.
FOTO 2 AA THE .jpg (62264 bytes)


Η ορχήστρα ξεπερνούσε σε σχήμα το ημικύκλιο και είχε διάμετρο περίπου 19 μέτρα. Ήταν επίσης στρωμένη με πλάκες. Μπροστά από αυτήν υπήρχε η σκηνή με το προσκήνιο ύψους 1,10 μ. Τρεις σκάλες οδηγούσαν από την ορχήστρα στο προσκήνιο ενώ πίσω από αυτό εκτεινόταν ο τοίχος της σκηνής, ο οποίος έκλεινε το ωδείο από τα νότια. Ο τοίχος αυτός ήταν τριώροφος, ύψους 28 περίπου μέτρων και καλυμμένος με μαρμάρινες πλάκες, ενώ στην εσωτερική του πλευρά ήταν διακοσμημένος με κόγχες και αγάλματα. Μπροστά από τις κόγχες και σε απόσταση 1,85 μ. από τον τοίχο υπήρχαν μαρμάρινοι κίονες πάνω από τους οποίους σχηματιζόταν το λογείο. Από τις σκάλες της παρόδου μπορούσε κανείς να μεταβεί στο πάνω μέρος του κοίλου. Μέρος της πολυτελούς αυτής σκηνικής κατασκευής σώζεται μέχρι σήμερα, όπως τα ψηφιδωτά δάπεδα, οι ορθομαρμαρώσεις και οι διακοσμητικές κόγχες στους τοίχους.

Αυτό όμως που έκανε το ωδείο πιο σημαντικό και πιο θαυμαστό ήταν η στέγη του που ήταν κατασκευασμένη από ξύλο κέδρου, υλικό που στοίχιζε πολύ για την εποχή, σύμφωνα και με τις μαρτυρίες που έχουμε από τον Φιλόστρατο. Πιθανότερο δε είναι να στεγαζόταν όλο το κοίλο και όχι μόνο τα ψηλότερα καθίσματα και η σκηνή. Παρόλο που εσωτερικά στηρίγματα οροφής δεν έχουν βρεθεί στο χώρο του κοίλου, η ανεπτυγμένη τεχνική της εποχής αυτής μπορούσε να καλύψει την έλλειψη αυτή.

Η πρόσοψη του ωδείου ήταν τριώροφη και μεγαλόπρεπη με μεγάλα τοξωτά ανοίγματα. Εκεί υπήρχε ένα οικοδόμημα τύπου στοάς το δάπεδο του οποίου ήταν διακοσμημένο με ψηφιδωτά. Επειδή όμως το ωδείο την εποχή που κτίστηκε δεν ήταν εύκολα προσιτό από την νότια πλευρά του, λόγω των διαφόρων οικοδομημάτων που ήταν κτισμένα πιο πριν εκεί, η πρόσβαση σε αυτό γινόταν διαμέσου της στοάς του Ευμένη ή του δρόμου που περνούσε μπροστά από αυτήν. Η στοά αυτή, που είχε κτιστεί τρεις περίπου αιώνες πριν το ωδείο, ήταν διώροφη και φαινόταν να ενώνει το δυτικό μέρος του διονυσιακού θεάτρου με το ανατολικό του ωδείου.
Το ανασκαφικό έργο για το μνημείο ξεκίνησε τη δεκαετία του 1848-1858 για να επαναληφθεί το 1867. Ήδη από το 1675 με τον Άγγλο Beruham είχαν πραγματοποιηθεί οι πρώτες προσπάθειες αναγνώρισης του μνημείου χωρίς όμως να καταλήξουν σε ακριβή συμπεράσματα. Αυτό ήταν φυσιολογικό αφού με την πάροδο του χρόνου το ωδείο άρχιζε να σκεπάζεται από τα χώματα σε σημείο να μην είναι αναγνωρίσιμο. Οι επιχώσεις, που μπορεί να προήλθαν είτε από φυσικά είτε από τεχνικά αίτια, είχαν φτάσει τα 13 μέτρα και είχαν σκεπάσει τις αψίδες της δεύτερης σειράς. Τελικά το Ωδείο ήρθε στο φως το 1857 αλλά αρκετά ελλιπές. Η αναστήλωσή του έγινε πολύ αργότερα με πρωτοβουλία του Εθνικού Θεάτρου και την υποστήριξη του ακαδημαϊκού κ. Α. Ορλάνδου. Έτσι η αρχήστρα στρώθηκε με μάρμαρο από το Μαρμάρι Ευβοίας- το λατομείο που είχε και τότε προμηθεύσει το μάρμαρο για το ωδείο- και οι κερκίδες στρώθηκαν με πωρόλιθο Αίγινας.

Διάφορες μαρτυρίες- κυρίως από τον Πιττάκη που πρώτος ανέσκαψε το ωδείο- υποστηρίζουν πως τα αίτια καταστροφής του ήταν η πυρκαγιά, χωρίς όμως να γίνεται γνωστό το πότε. Κατά τους μεσαιωνικούς μάλιστα χρόνους με τις βαρβαρικές επιδρομές στην Ελλάδα, οι κάτοικοι κατέφευγαν στο Ηρώδειο για να σωθούν, αφού με τις αψίδες του και με τον ψηλό τοίχο της σκηνής μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί σαν φρούριο. Επίσης κατά την Τουρκοκρατία υπήρξε οχυρωματικό έργο, γνωστό ως «Σερπεντζέ». Πάντως μετά την μεγάλη καταστροφή από την επιδρομή των Ερούλων το 267 μ. Χ. το Ηρώδειο πιθανότατα δεν ξαναχρησιμοποιήθηκε ως ωδείο.

Μετά από τις αναστηλώσεις, το ωδείο δεν αποτελεί απλώς έναν τουριστικό μνημείο. Σήμερα, φιλοξενεί καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο, που δίνουν τις παραστάσεις ή τις συναυλίες τους εκεί κατά τους θερινούς μήνες του έτους. Έτσι, το Ηρώδειο παραμένει χώρος καλλιτεχνικής έκφρασης στον οποίο πια συναντώνται το ελληνιστικό πνεύμα με τη σύγχρονη πολιτιστική δημιουργία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου