Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2011

Με Αφορμή το Σύνθημα «ΣΚΑΤΑ στους ΚΟΥΛΤΟΥΡΙΑΡΗΔΕΣ»



Με αφορμή της αναγραφή συνθήματος «σκατά στους κουλτουριάρηδες» 
που «γράφτηκε με σπρέι στο καινούργιο, καθαρό φουαγέ του Εθνικού»

Απαξίωση της Κουλτούρας ή... Απαξίωση της Μεθοδευμένης ''Κουλτούρας'';

Ζούμε σε μια χώρα όπου πολλοί δημιουργοί στους οποίους οφείλουμε τα καλύτερα και πιο ζωντανά κομμάτια της πνευματικής και καλλιτεχνικής μας παραγωγής έχουν λοιδορηθεί κι έχουν δεχτεί κατ’ επανάληψη χυδαίες επιθέσεις από κρατικούς φορείς, από υπουργούς, από τον Τύπο, την τηλεόραση, από κομματικές γραφειοκρατίες με ανάλογους χαρακτηρισμούς («κουλτουριαραίοι», «λαπάδες», «ελιτιστές» και τα συναφή) είναι επίσης εύλογο να υπάρχει μια ιδιαίτερη ευαισθησία απέναντι σε τέτοιους χαρακτηρισμούς. 

Εγείρεται το ζήτημα της χοντροκοπιάς, της κακογουστιάς και της γενίκευσης που εισάγουν τέτοια συνθήματα. Σύμφωνοι. 

Μας δίνουν όμως  το δικαίωμα να ερμηνεύουμε, έξω από χώρο, χρόνο και συνθήκες,  το νόημα ενός τέτοιου προκλητικού συνθήματος, ή -ακόμη χειρότερα- να ανάγουμε αυτό το προκαθορισμένο νόημα σε νόημα όλων των ενεργειών που έγιναν το τελευταίο διάστημα στα θέατρα.  

Πρώτα απ’ όλα όποιος εκλαμβάνει τη λέξη «κουλτουριάρης» σαν κάτι μονοσήμαντο το οποίο παραπέμπει αποκλειστικά στο φασιστικό μίσος για την κουλτούρα είναι υποκριτής. 
Αγνοεί την κοινωνική κριτική που εμπεριέχεται σε αυτήν, και η οποία δεν έχει να κάνει απαραίτητα με τον «ελιτισμό» ή τον «ερμητικό» χαρακτήρα ορισμένων μορφών τέχνης, αλλά με τη συμφιλίωση της υψηλής τέχνης συνολικά με την εμπορευματικό καταναλωτικό κόσμο της κουλτούρας.
Τον συμβιβασμό της με την ανώδυνη θεσούλα που της επιφυλάσσεται μέσα στη μαζική κουλτούρα.

 Παρά το γεγονός ότι οι περισσότερες χυδαίες επιθέσεις και οι προκαταλήψεις απέναντι στην υψηλή τέχνη καλλιεργούνται συστηματικά από «τα πάνω» (δηλαδή από το πολιτικό σύστημα και τη μαζική κουλτούρα), η αστική ιδεολογία προσπαθεί να πείσει τον καλλιτέχνη και τον πνευματικό άνθρωπο ότι η απόρριψη προέρχεται από «τα κάτω».  
Από ένα βορβορώδη και απαίδευτο λαό που προτιμά την ευκολία που του προσφέρει η μαζική κουλτούρα. 
Συχνά δε, η κυρίαρχη αυτή ιδεολογία οδηγεί τον καλλιτέχνη σε μια παράδοξη κοινωνική αυτοαναφορικότητα: και δεν μιλάμε για το «η τέχνη για την τέχνη» (που πολλές φορές είναι ένα είδος φυσιολογικής και πολύ δημιουργικής άμυνας του καλλιτέχνη απέναντι στις καταπιεστικές κοινωνικές δεσμεύσεις που επιβάλλονται στο έργο του), αλλά για το «η κουλτούρα για τους καλλιεργημένους» που είναι κάτι πολύ διαφορετικό κι επικίνδυνο για το θέατρο και τη τέχνη γενικότερα.

Έτσι πολλοί καλλιτέχνες μετατρέπονται σε ένα ξεχωριστό είδος ανθρώπων, σε «ανθρώπους της τέχνης» και εγκλωβίζονται ανάμεσα σε αυτοαναιρούμενες επιλογές: 
Να απορρίψουν τη μάζα προκειμένου να απομακρυνθούν από τα ενοχλητικά γούστα της περιοριζόμενοι στην ασφάλεια του μειοψηφικού τους καλλιεργημένου κοινού... ή να εξιδανικεύσουν αυτή τη μάζα εξασκώντας παράλληλα ένα είδος ιεραποστολής, διαδίδοντας την καθαγιασμένη πλέον τέχνη στους αδαείς. 
Τα τελευταία δε χρόνια η κυρίαρχη ιδεολογία προσφέρει και μια τρίτη, ιδιαιτέρως αισιόδοξη και προσοδοφόρα για πολλούς επιλογή: Τον συνδυασμό του μαζικού/εμπορικού με το «ποιοτικό».
Δηλαδή ''μαστοριά'' που εμπεριέχει δοσολογίες ''εκφραστικής αναζήτησης'' υποτασσόμενη στις επιταγές του εμπορευματικού καταναλωτισμού.
 Η αποθέωση της διαλεκτικής του καπιταλισμού, που ελάχιστη σχέση έχει φυσικά με την κριτική αυτοκατανόηση του κοινωνικού ρόλου της κουλτούρας.
Υπάρχουν πράγματι στις μέρες μας πολλοί «απολίτιστοι» που είναι πρόθυμοι να φωνάξουν «σκατά στους κουλτουριάρηδες», κι όχι μόνο αυτό αλλά και να υποστηρίξουν τους επίδοξους λογοκριτές. 
Να απαιτήσουν από τους εισαγγελείς να παρέμβουν σε οποιαδήποτε καλλιτεχνική δραστηριότητα θεωρούν ότι προσβάλλει τα εθνικά και θρησκευτικά συναισθήματα του λαού μας, να επιβάλουν στις κρατικές επιχορηγήσεις για την τέχνη κριτήρια πιο συμβατά με τα «κοινά γούστα» κ.ο.κ. 
Μόνο που αυτοί οι «απολίτιστοι» θα πρέπει να αναζητηθούν στην πλευρά των πολιτικών, των καναλαρχών, των μεγαλοεκδοτών, των διαχειριστών πνευματικών ιδρυμάτων υψηλού κύρους και πάει λέγοντας. Με λίγα λόγια «απολίτιστοι» είναι οι ίδιοι που ορισμένοι από τους καλλιτέχνες, (που σήμερα δυσανασχετούν με τις εισβολές των «βαρβάρων» στα θέατρα), γλείφουν από το πρωί μέχρι το βράδυ, προκειμένου να εξασφαλίσουν για το έργο τους ένα μικρό –και ψηλό εννοείται- ράφι στο σούπερ μάρκετ της μαζικής κουλτούρας.   
 Όλα τα σοβαρά πλήγματα που έχει δεχτεί τα τελευταία χρόνια η ελευθερία της έκφρασης στην τέχνη προέρχονται από υστερικούς πολιτικούς, εισαγγελείς, εκκλησιαστικούς παράγοντες και φυσικά από τα κανάλια που πολλοί προσβλέπουν κατά τα άλλα στην ιερή σκέπη και χορηγία τους για την προαγωγή της «ποιοτικής τέχνης».  
Τα τηλεοπτικά κανάλια ευθύνονται κυρίως για τη συστηματική ισοπέδωση μέσα στον οδοστρωτήρα της μαζικής κουλτούρας των όποιων στοιχείων αυθεντικού λαϊκού γούστου απέμεναν σε αυτή τη χώρα, στοιχεία που αποτελούσαν τη μοναδική πραγματική γέφυρα επικοινωνίας ανάμεσα στον λαό και την τέχνη.
Οι όροι κοινωνικής παραγωγής και αναπαραγωγής της τέχνης θα αμφισβητηθούν, και όλοι θα αναγκαστούν να αναμετρηθούν με την πραγματικότητα της περιθωριοποίησής της. 
Οι καλλιτέχνες θα διδαχθούν να μην βδελύσσονται ούτε να εξιδανικεύουν την απεχθή και «κακόγουστη» μάζα. Οι νεκροί δεκαπεντάχρονοι θα πάψουν να προσφέρονται για εύκολες επιδείξεις ευαισθησίας και μελοδραματικές κορώνες, όταν το μυστικό της δολοφονίας τους αποκαλυφθεί στο καμένο με βιτριόλι πρόσωπο της μετανάστριας και στο πλήθος των καθημερινών ανθρωποθυσιών στις οποίες υποβάλλονται όσοι κατά τα λοιπά εγκαλούνται γιατί δεν πηγαίνουν στο θέατρο...
Η αυθεντική τέχνη όχι μόνο δεν έχει να πάθει κανένα κακό από τον θόρυβο των δρόμων, αλλά όπως διδάσκει η ιστορία, έχει πολλή ελευθερία να κερδίσει...
Κοντολογίς το ''βάρβαρο'' σύνθημα «σκατά στους κουλτουριάρηδες» που «γράφτηκε με σπρέι στο καινούργιο, καθαρό φουαγέ του Εθνικού» είναι σαφές, για όποιον διαθέτει στοιχειώδη αίσθηση της πολιτικής, δεν ψάχνει αφορμές για να αποδυθεί σε υστερικούς ηθικισμούς.
Είναι επίσης σαφές ότι τέτοιου τύπου διαμαρτυρίες δεν στρέφονται σε καμιά περίπτωση εναντίον της καλλιτεχνικής έκφρασης αυτονομίας, αλλά ακριβώς εναντίον της περιχαράκωσης της λεγόμενης ποιοτικής τέχνης.
Μια δεύτερη αιχμή αυτού τρόπου διαμαρτυρίας απευθύνεται κατά μία έννοια στα ίδια τα στοιχεία «διαμαρτυρίας», «εξέγερσης» και «επανάστασης» που πάντοτε αφθονούσαν και αφθονούν στην τέχνη, και ανευρίσκονται τόσο στο άσυλο της ποιοτικής, όσο και στο σούπερμάρκετ της μαζικής κουλτούρας.  
Το ζητούμενο είναι να ξεπεραστεί ο κοινωνικός ρόλος της ανώδυνης κατανάλωσης και της παραμυθίας στη τέχνη, και να αναμιχθεί με τις πραγματικές κοινωνικές διεργασίες. 
Οπότε το ''βάρβαρο'' σύνθημα, ίσως πέρα από την κακογουστιά του, να έχει και κάποια αξία στην αφύπνιση (συνειδητά-ασυνείδητα) στο ποιόν εξυπηρετεί η απαξίωση της... Κουλτούρας.    
Παραθέτουμε και τον ορισμό της έννοιας κουλτούρα.
Kουλτούρα: γλωσσικό δάνειο που προέκυψε ως αντιστοίχηση του γερμανικού kultur, σημαίνει την καλλιέργεια του πνεύματος, την παιδεία αλλά και το σύνολο της πνευματικής παράδοσης και δημιουργίας ενός κοινωνικού συνόλου.
Επίσης ο όρος κουλτούρα, εκ του λατινικού cultura , εμφανίζεται με την σημερινή του έννοια για πρώτη φορά μεταφορικά από τον Κικέρωνα για να επανέλθει πολύ αργότερα και πάλι με πνευματική έννοια κατά την Αναγέννηση. Παρόλο που εμφανίστηκε πριν από τον όρο πολιτισμό, η λέξη κουλτούρα θα παραμείνει στο περιθώριο μέχρι τις αρχές του 20ου αι. 
Οι σχετικά νέες επιστήμες της κοινωνιολογίας και της ανθρωπολογίας εμπνεόμενες από τη γερμανική kultur, θα προτιμήσουν τη χρήση της λέξης κουλτούρα από τον πολιτισμό (civilization), γιατί δίνει προτεραιότητα στην ιδέα της μοναδικότητας και της ενότητας των αρχών μιας δεδομένης κοινωνίας. Στα ελληνικά συνήθως δε γίνεται αυτή η διάκριση και η συχνότερη απόδοση του συγκεκριμένου όρου kultur είναι "πολιτισμός".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου