Κυριακή 27 Μαρτίου 2011

ΚΑΤΙΝΑ ΠΑΞΙΝΟΥ



Κλυταιμνήστρα, Ηλέκτρα, Μάνα Kουράγιο, Ιοκάστη, Μπερνάρντα Άλμπα, Μήδεια, Ολίβια, Αγαύη, λαίδη Μάκβεθ, Γερτρούδη, Έντα Γκάμπλερ, μεγάλες μορφές του θεάτρου, άσαρκες σκιές έμπνευσης και ονείρου, που συνέλαβαν οι ποιητές και κλήθηκε και εκείνη να τις καταστήσει εμπράγματες, μεταστοιχειώνοντας την ίδια της σάρκα μέσα στη διαδρομή της ζωής της και της σαρανταπεντάχρονης καριέρας της πάνω στη σκηνή.
Την ονόμασαν «ιερό τέρας» της σκηνής. Οι εσωτερικοί παλμοί, οι αποχρώσεις της φωνής και των διαθέσεων, οι σωματικές και συναισθηματικές δονήσεις των μεγάλων ηθοποιών, όλα όσα «κατέθεσε» στη σκηνή, μπορεί να μην καταγράφονται, ωστόσο ποτέ δε χάνονται ολότελα. Από την οπτική του συντελεσμένου έργου, δηλαδή, μπορεί πλέον, να μη βλέπουμε τη «δαιμόνια» ηθοποιό, Κατίνα Παξινού, δρώσα, την ατενίζουμε, όμως, μέσα από τη μνήμη που «κληροδότησε» στην ιστορία του θεάτρου μας, η μεγάλη ηθοποιός, εκείνη που σφράγισε με την ερμηνεία της τις μεγάλες μορφές του παγκόσμιου θεάτρου.
«Είναι τόσο σπάνιο στον καιρό μας» - είχε πει ο Ευγένιος Ο' Νιλ για την Κατίνα Παξινού - «ν' ανταμώσει κανείς στο θέατρο μια τόσο εκλεκτή και απλή γυναίκα και συνάμα μια τόσο σπουδαία καλλιτέχνιδα».
Όσοι είχαν την τύχη να τη δουν στη σκηνή, μιλούν για «τη δύναμη της μιμητικής πράξεως, που στην περίπτωση της Παξινού γινόταν πιο δυνατή από την ίδια την πράξη». Υπήρξε από τις ηθοποιούς, χάρη της οποίας ο θεατής αγάπησε το θέατρο, όπως συνέβη με όλους τους μεγάλους ηθοποιούς. Πολύπλευρη και ανεπανάληπτη καλλιτεχνική προσωπικότητα, από τη μια, και, παράλληλα, άνθρωπος καλόκαρδος, προσιτός και με χιούμορ, όπως λένε εκείνοι που τη γνώρισαν από κοντά.
Σε πρόσφατη εκδήλωση του Εθνικού Θεάτρου, αφιερωμένη στη μνήμη της Κατίνας Παξινού, η Μαρία Χορς, μεταξύ πολλών περιστατικών που έζησε συνεργαζόμενη μαζί της, με συγκίνηση διηγήθηκε τις τελευταίες στιγμές που η μεγάλη ηθοποιός ανέβηκε άρρωστη στη σκηνή για το κύκνειο άσμα της, τη «Μάνα Κουράγιο»: «Μόλις τελείωσε και βγήκε για να χαιρετίσει το κοινό που χειροκροτούσε, έψαξε ανάμεσά τους με το βλέμμα της τον Μινωτή και αφού τον εντόπισε, του απευθύνθηκε... "Δεν ξέχασα τίποτε απόψε, τα είπα όλα"».
Η φωτεινή παρουσία της Κατίνας Παξινού υψωνόταν στο προσκήνιο σα φλόγα μέσα από τον κρατήρα του καλλιτεχνικού πάθους, φτιάχνοντας ολόσωμες ζωντανές μορφές, που ολόγυρά τους φτερούγιζαν απόκοσμα μηνύματα φερμένα από τα κατάβαθα της γένεσης. Πάμπλουτη σε φαντασία, μαχητική, μεγαλοφυής στην τέχνη της εσωτερικής μεταμόρφωσης, μεγάλη ηθοποιός.
Όπως γράφει ο σύντροφος της ζωής και της τέχνης της, Αλέξης Μινωτής, «η αμεσότητα ήταν το κύριο συστατικό της ιδιοσυγκρασίας της. Τίποτε το θεωρητικό. Ήταν παντού ολόκληρη, ένα υλοποιημένο πνεύμα στην τελειότητα. Μια αληθινή μορφή γεμάτη, απόλυτα πραγματοποιημένη από στέρεα ψυχωμένα στοιχεία δύναμης, ευαισθησίας και ρυθμικού κάλλους... Ανανεωνόταν με τέτοια ραγδαιότητα, που δεν πρόφταινες να προσδιορίσεις τις πηγές από όπου ανάβλυζε η τόση νεότητα. Λέω και πιστεύω, από την αθωότητα, τη σύμφυτη με τη δημιουργική ιδιοφυία, που ίσχυε όχι μόνο στην τέχνη, μα και στη ζωή...».
Η Κατίνα Κωνσταντοπούλου - Παξινού γεννήθηκε το 1900 στον Πειραιά και σπούδασε στο Ωδείο της Γενεύης, καθώς και σε σχολές του Βερολίνου και της Βιέννης. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά ως ηθοποιός του λυρικού θεάτρου, στην όπερα «Αδελφή Βεατρίκη» του Δημήτρη Μητρόπουλου. Το 1929, εμφανίζεται για πρώτη φορά στο θέατρο πρόζας ως μέλος του θιάσου της Μαρίκας Κοτοπούλη, παίζοντας στο έργο του Ανρί Μπατάιγ «Γυμνή Γυναίκα».
Το 1930, με τον Αιμίλιο Βεάκη και τον σύζυγό της Αλέξη Μινωτή, συγκροτεί θίασο, ο οποίος παρουσιάζει σημαντικά έργα του διεθνούς ρεπερτορίου, όπως το «Πόθοι κάτω από τις λεύκες» του Ευγένιου Ο' Νιλ, «Ο Πατέρας» του Αυγούστου Στρίντμπεργκ, «Ο θείος Βάνιας» του Τσέχοφ.
Από το 1931 μέχρι το 1940, εμφανίζεται στο Εθνικό Θέατρο, όπου ερμηνεύει ρόλους που την καταξιώνουν ως κορυφαία ηθοποιό της ελληνικής σκηνής. Η μουσική ιδιοσυγκρασία και παιδεία της Κατίνας Παξινού, καθώς και οι απεριόριστες δυνατότητες της φωνής της, η έμφυτη αίσθηση του ρυθμού και της αρμονίας, ο καίριος λόγος της και η αυθόρμητη κίνησή της, έδιναν στις ερμηνείες της ένα μοναδικό ύφος και μια εξαιρετική ποιότητα.
Με τη Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου εμφανίστηκε στο Λονδίνο, στη Φρανκφούρτη και το Βερολίνο, ερμηνεύοντας το ρόλο της «Ηλέκτρας» στο ομώνυμο έργο του Σοφοκλή, τη Γερτρούδη στον «Άμλετ» του Σαίξπηρ, την κυρία Άλβινγκ στους «Βρικόλακες» του Ίψεν.
Την περίοδο του πολέμου εγκαθίσταται στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου εμφανίζεται στο θέατρο «Μπροντγουαίη» και ερμηνεύει σπουδαίους ρόλους στον κινηματογράφο με τους οποίους κερδίζει τη διεθνή αναγνώριση. Το 1950 επιστρέφει στην Ελλάδα και εμφανίζεται πάλι μαζί με τον Αλέξη Μινωτή στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, με το οποίο περιοδεύει στη Νέα Υόρκη, στη Γερμανία και στο Παρίσι. Ξαναπαίζει στη Νέα Υόρκη στο «Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» του Λόρκα, έργο που επαναλαμβάνει στην Αθήνα στο Θέατρο «Κοτοπούλη». Μετά το 1957, εμφανίζεται μόνιμα στη Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, ερμηνεύοντας έργα του Αρχαίου Θεάτρου και του σύγχρονου διεθνούς ρεπερτορίου.
Ανάμεσα σ' αυτά «Εκάβη», «Μήδεια», «Φοίνισσες» και «Βάκχες» του Ευριπίδη, «Η επίσκεψις της γηραιάς κυρίας» του Ντίρενματ, «Ταξίδι μακριάς μέρας μέσα στη νύχτα» του Ο' Νιλ, «Η τρελή του Σαγιό» του Ζαν Ζιροντού, «Μάκβεθ» του Σαίξπηρ. Το 1968, μετά τη θητεία της στο Εθνικό Θέατρο, η Κατίνα Παξινού και ο Αλέξης Μινωτής συγκροτούν θίασο που εμφανίζεται στο Θέατρο «Αυλαία» της Θεσσαλονίκης και στο Θέατρο «Διάνα» της οδού Ιπποκράτους.
Στο «Σινεάκ», το κινηματοθέατρο που αργότερα μετονομάστηκε σε Θέατρο «Παξινού», παίζει στα έργα «Η Ήρα και το παγώνι» του Σoν Ο' Κέιζι, «Οι παλαιστές» του Στρατή Καρρά, «Βρικόλακες» του Ίψεν, «Ματωμένος Γάμος» του Λόρκα, ενώ την περίοδο 1971-1972 ερμηνεύει, στο Θέατρο «Πάνθεον», την τελευταία μεγάλη της επιτυχία, ως «Μάνα Κουράγιο» του Μπρεχτ.
Εκτός από τη θεατρική της σταδιοδρομία, η Κατίνα Παξινού ερμήνευσε μεγάλους ρόλους στη μεγάλη οθόνη, σε ταινίες αμερικανικές και ευρωπαϊκές. Για την ερμηνεία της στο έργο «Για ποιον χτυπά η καμπάνα», της απονεμήθηκε το 1944 το βραβείο Όσκαρ από την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου, ενώ το 1949 τιμήθηκε με το Βραβείο Κοκτό στο Φεστιβάλ Μπιάριτς για την ερμηνεία της στην ταινία «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα».
Γενικά η Κατίνα Παξινού είχε πολύ πλούσιες εκφραστικές δυνατότητες που της επέτρεπαν να ερμηνεύει όχι με δυσκολία δραματικούς ρόλους κάθε θεατρικού ύφους, από την αρχαία ελληνική τραγωδία μέχρι το «μπρεχτικό» θέατρο. Επίσης η μουσική της καλλιέργεια της επέτρεπε να χρωματίζει τη φωνή της ώστε ν΄ αναδεικνύεται η εκφραστικότητα και η ευαισθησία έντονα καθώς και ο μελωδικός ρυθμός του ποιητικού λόγου. Η Κατίνα Παξινού έγραψε επίσης και μουσική για την τραγωδία «Οιδίπους τύραννος».
Πέθανε στην Αθήνα στις 22 Φεβρουαρίου 1973.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου