Δευτέρα 21 Μαρτίου 2011

ΕΠΙΔΑΥΡΟΣ-ΦΕΣΤΙΒΑΛ: Κοσμικό WEEK-END




Τα τελευταία χρόνια, ως θεατές από τις κερκίδες του θεάτρου της Επιδαύρου και του Ωδείου Ηρώδου του Αττικού, παρακολουθούμε με ανάμικτα αισθήματα έκπληξης και αμηχανίας τη σταθερά φθίνουσα πορεία που έχει πάρει ο θεσμός του Ελληνικού Φεστιβάλ και των εκδηλώσεων που παρουσιάζονται σ’ αυτό, ως προς τις παραστάσεις αρχαίου δράματος.
Για εκείνους που είχαν κάποτε την τύχη να παρακολουθήσουν από την ίδια θέση τις ίδιες παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας και κωμωδίας, αλλά με διαφορετικούς συντελεστές, μόνο θλιβερές σκέψεις μπορεί να προκαλέσει για την μελλοντική πορεία του θεσμού.
Φυσικά, θα μπορούσε κάποιος να απαντήσει, ότι η σύγκριση του παρόντος με το παρελθόν και η εξαγωγή κάθε άλλο παρά κολακευτικών συμπερασμάτων για τη σημερινή πραγματικότητα, δεν είναι πάντα ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματος.
Βρισκόμαστε στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και της πολυπολιτισμικότητας και συμφωνούμε με τη διαπίστωση ότι ο «μεταμοντερνισμός» και ότι αυτός συνεπάγεται, αποτελεί μια πραγματικότητα που έχει οριστικά αντικαταστήσει την έννοια του Κλασικού».
Αντιλαμβανόμαστε τη σκοπιμότητα τουριστικής προβολής της χώρας, που επιτελεί ο γενικότερος θεσμός των καλοκαιρινών Φεστιβάλ, εντασσομένων στο ευρύτερο πλαίσιο του πολιτιστικού τουρισμού και της «καλλιτεχνικής ατραξιόν», που όμως δεν ανταποκρίνεται, σε πολιτιστικές αναγκαιότητες.
Όλοι συμφωνούμε στην ανάγκη εξέλιξης και προόδου και αποδεχόμαστε τον μοντερνισμό και την πρωτοπορία ως τις κατεξοχήν όψεις της καλλιτεχνικής έκφρασης. 
Ζητούμενο λοιπόν δεν είναι η αποδοχή ή απόρριψη του μοντερνισμού και του πειραματισμού σε οποιοδήποτε επίπεδο, αλλά η δυνατότητα ή μη πραγματοποίησής τους σε συγκεκριμένο είδος (αρχαίο δράμα) από συγκεκριμένους καλλιτέχνες (έλληνες και ξένους), οι οποίοι προτείνουν τη δική τους «άποψη» και «ερμηνεία» ερήμην της πραγματικής αποστολής της θεατρικής πράξης.

Έχουν το δικαίωμα οι οποιοιδήποτε Έλληνες και ξένοι σκηνοθέτες να αγνοούν επιδεικτικά τη σχετική γνώση, και να απορρίπτουν ανενδοίαστα την προγενέστερη σκηνική εμπειρία, αυτοεγκλωβιζόμενοι στην καλλιτεχνική εντροπία τους και βαυκαλιζόμενοι με την εγωπαθή συμπεριφορά τους, που προϋποθέτει βέβαια την ανεκτικότητα των θεατών, τη συνενοχή των αρμοδίων και την ανοχή των ομοτέχνων.
Στο σημείο αυτό αναφύεται η ευθύνη κάθε είδους «συμβούλων» «αρμοδίων» και «ειδικών» που στελεχώνουν τους φορείς και πλαισιώνουν τα κυβερνητικά όργανα, αφού εκείνοι είναι που με την τεκμηριωμένη και αντικειμενική γνώμη τους θα διασφαλίσουν τους θεσμούς και θα εγγυηθούν το ελάχιστο της ποιότητας και ''αποστολής'' στα προσφερόμενα θεάματα.
Βέβαια, ο κάθε καλλιτέχνης είναι ελεύθερος να πραγματοποιήσει τα οράματά του, να πειραματισθεί και να προτείνει την προσωπική του άποψη για τη σκηνοθεσία αρχαίου δράματος «ιδίαις δαπάναις», όχι όμως και με χρηματοδότηση από την επίσημη πολιτεία.
Δεν είναι δικαιολογημένη, ούτε αυτονόητη η κάθε είδους αυθαιρεσία, η οποιαδήποτε απόπειρα εντυπωσιασμού και εκμαυλισμού του κοινού ερήμην των κειμένων και της προγενέστερης καταξιωμένης (ελληνικής και παγκόσμιας) σκηνικής πρακτικής, ούτε είναι θεμιτό να επιβραβεύεται από την πολιτεία και να χρηματοδοτείται αδρά από αυτή (δια της φορολογίας που πληρώνουν οι έλληνες πολίτες).
Ως συνέπεια αυτών, προκύπτει η διαρκώς φθίνουσα πορεία του θεσμού του Ελληνικού Φεστιβάλ. Συχνά διαστρεβλώνουν και υπονομεύουν το κύρος και το μεγαλείο του αρχαιοελληνικού θεάτρου και αποπροσανατολίζουν τη συνείδηση των Ελλήνων θεατών από τις αρχές και αξίες του πολιτισμού.
Οι έντονες αποδοκιμασίες του κοινού, η ηχηρή απόρριψη των περισσοτέρων παραστάσεων αρχαίου δράματος από την κριτική, η μείωση του αριθμού των θεατών που τις παρακολουθούν (τουλάχιστον στην Επίδαυρο), η γενική αρνητική εικόνα που δημιουργήθηκε ως «κοινή γνώμη» για το υποβαθμισμένο ποιοτικά αποτέλεσμα του Φεστιβάλ, είναι ενδεικτικά στοιχεία του τέλματος στο οποίο έχει περιέλθει ο θεσμός.
Η κατάσταση έφτασε πια στο απροχώρητο και το κοινό, επιτέλους,  πρέπει να αντιδράσει. Αναλαμβάνοντας τον πραγματικό ρόλο με τον οποίο είναι επιφορτισμένο, αυτόν του ενεργητικού συμμέτοχου στην παράσταση και συνδημιουργού του νοήματος στο καλλιτεχνικό προϊόν (προτεινόμενη σκηνοθετική «άποψη») και όχι του παθητικού αποδέκτη του σκηνικού θεάματος, στο οποίο ο αστικός κομφορμισμός και ο ημιμαθής καθωσπρεπισμός το είχαν καταδικάσει επί σειρά ετών. Πρέπει να δείξει την πραγματική του δύναμη και να αποστόμωσει όσους με θρασύτητα υποβαθμίζουν τη νοημοσύνη και προσβάλλουν τα ανακλαστικά του.
Πολλοί θεωρούν τη μετάβασή τους σε κάποιο θεατρικό χώρο (ιδιαίτερα της Επιδαύρου) και την παρακολούθηση μιας παράστασης αρχαίου δράματος κοσμικό γεγονός, αντίστοιχο με ένα «week-end» στη Μύκονο.
Κατά συνέπεια, η Επίδαυρος θα πρέπει να πάψει πια να θεωρείται υποκριτικά «ιερός χώρος» που προξενεί «δέος» στους σκηνοθέτες που πρόκειται να παρουσιάσουν τη δουλειά τους (κατά τις συνήθεις δηλώσεις σε συνεντεύξεις που δίνουν σε έγκυρες εφημερίδες πριν την παράσταση), ενώ μετατρέπεται κατά τη διάρκεια της παράστασης σε χώρο κοσμικής συνάθροισης και πολιτιστικού κανιβαλισμού.
Το αρχαίο θέατρο του Πολυκλείτου, πρέπει να παραμείνει στο ύψος που το είχαν τοποθετήσει οι αρχαίοι μας πρόγονοι . Να γίνει ένας πραγματικός χώρος ουσιαστικής επικοινωνίας και διαλόγου του παρόντος με το παρελθόν, πεδίο διαπολιτισμικής και πολυπολιτισμικής έκφρασης που σέβεται και αναγνωρίζει τις αξίες που διαχρονικά στήριξαν τον ανθρώπινο πολιτισμό στο σύνολό του.
Θα πρέπει να ενεργοποιηθούμε ως θεατές και να δημιουργήσουμε «ομάδες κρούσης» που θα αποδοκιμάζουν σθεναρά τις όποιες αστήρικτες και ανερμάτιστες σκηνοθετικές απόπειρες ''δημιουργών'', που στο όνομα της ανεκτικότητας, του πλουραλισμού και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων θα καταδυναστεύουν (και μέχρι πότε;) τους θεατές, ως παθητικούς δέκτες των προσωπικών τους επιλογών;
Θα πρέπει, μήπως, να αναπολήσουμε θεσμούς, πρόσωπα και καταστάσεις που ανήκουν ανεπίστρεπτα στο παρελθόν, ως «δυνάμει» λύσεις στο παρόν αδιέξοδο;
Δεν υποβαθμίζουμε, σε καμιά περίπτωση, το θετικό ρόλο πολλών από τους υπευθύνους του θεσμού, ούτε αγνοούμε τη συμβολή και την προσπάθειά τους για το καλύτερο. Δεν ισοπεδώνουμε όλα τα θεάματα και όλους τους καλλιτέχνες που παρουσιάστηκαν στο φετινό αλλά και σε προγενέστερα Φεστιβάλ και πρότειναν εξαιρετικά δείγματα καλλιτεχνικής δημιουργίας, που εμπλούτισαν τη σκηνική τέχνη και μύησαν το κοινό στον κόσμο της σύγχρονης σκηνοθεσίας.
Όμως η ημιμάθεια και το «κιτς», η τηλεοπτικοποίηση και η εμπορευματοποίηση, αποτελούν πια κοινούς τόπους για μεγάλο μέρος παραστάσεων αρχαίου δράματος, που προδιαγράφουν δυσοίωνες προοπτικές για το μέλλον.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου