Κυριακή 27 Ιουνίου 2010

ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΩΜΩΔΙΑ





Την Κωμωδία πολλοί τη θεωρούν είδος «κατώτερο» απ' το Δράμα, όσο κι αν ψυχαγωγούνται μ' αυτήν.

Δεν είναι, βέβαια, καινούργια αυτή η «υποδεέστερη» θέση της κωμωδίας. Ακόμα κι οι αρχαίοι Ελληνες, που τόσο τίμησαν το θέατρο, δεν την «επισημοποίησαν» ­ δίνοντάς της θέση στη γιορτή των Διονυσίων ­ παρά το 486 π.Χ., κάπου μισόν αιώνα μετά την πρώτη νίκη του Θέσπη σε αγώνα τραγωδίας των Μεγάλων Διονυσίων (535 π.Χ.). Κι ο Αριστοτέλης θα την ορίσει ως «μίμηση των πιο ανάξιων ανθρώπων» (φαυλοτέρων), ενώ αλλού λέει πως «αναπαριστάνει τους ανθρώπους χειρότερους (χείρους) απ' ό,τι είναι» (αντίθετα με την τραγωδία που «θέλει να τους αναπαριστάνει καλύτερους»)1. Ιδια, και περισσότερη, «καταφρόνια» συνάντησε κι ο Μίμος, ο λαϊκός και αυτοσχέδιος. Μόνο ο ιστορικός Κασσιόδωρος (Ε' αι. μ.Χ.) του χαρίζεται, υποδηλώνοντας και την κοινωνική λειτουργία του: «Ο Μίμος, που τώρα τον περιφρονούν... απαλαίνει τις έγνοιες της ζωής με εύθυμα λόγια»2. Απ' τη μια λοιπόν, οι μεγάλοι, άξιοι, ωραίοι της τραγωδίας, απ' την άλλην οι ταπεινοί, αστείοι άνθρωποι και ανθρωπάρια του καθημερινού βίου.

Ομως, ακόμα κι ο «αντιθεατρικός» Πλάτων είχε παρατηρήσει: «Το να μάθει κανείς τα σοβαρά χωρίς να μάθει και τα γελοία, είναι αδύνατο» («Ανευ γελοίων τα σπουδαία μαθείν... ου δυνατόν»3). Συνακόλουθα, και η σκηνική απεικόνιση των σοβαρών και σπουδαίων πλευρών της ζωής είναι λειψή χωρίς την απεικόνιση και των «γελοίων».

Ωστόσο, ένας κωμικός ποιητής ­ και ο μέγιστος, ο Αριστοφάνης ­ ήταν εκείνος που χάραξε επιγραμματικά την κοινωνική - πολιτική δικαίωση του Θεάτρου, και της Κωμωδίας φυσικά, με τη γνωστή στιχομυθία Αισχύλου - Ευριπίδη στους Βατράχους του: οι δραματικοί ποιητές ­ λέει ο δεύτερος ­ είναι «άξιοι θαυμασμού», επειδή «με τη δύναμη του νου και με τις νουθεσίες τους, κάνουν καλύτερους τους ανθρώπους στις πόλεις» («... δεξιότητος και νουθεσίας, ότι βελτίους τε ποιούμεν τους ανθρώπους εν ταις πόλεσιν», στ. 1008-10).

Αλλοι είναι πιο «μετριοπαθείς»: ο πρώτος ρωμαίος θεατρικός συγγραφέας (μεταφραστής ελληνικών έργων, σωστότερα), ο Λίβιος Ανδρόνικος, θα ονομάσει την κωμωδία «καθρέφτη του καθημερινού βίου», ενώ ο Κικέρων θα επαυξήσει, χαρακτηρίζοντάς την «αντίγραφο της ζωής, καθρέφτη των εθίμων, αντιφέγγισμα της αλήθειας».

Φυσικά, την «παιδαγωγική» δύναμη της Κωμωδίας προβάλλουν οι ίδιοι οι εργάτες της, και μάλιστα, οι κορυφαίοι.

Στον ονομαστό Πρόλογό του για τον πολύπαθο Ταρτούφο του (1669), ο Μολιέρος τονίζει τον «σωτήριο» συνδυασμό του «τερπνού μετά του ωφελίμου»:

«Αποστολή της κωμωδίας είναι να διορθώνει τα αμαρτήματα των ανθρώπων... Το θέατρο έχει μεγάλη ικανότητα να διορθώνει. Τα καλύτερα διδάγματα της σοβαρής ηθικής είναι συνήθως λιγότερο ισχυρά από τη σάτιραΩ και τίποτα δεν συμμορφώνει καλύτερα τους περισσότερους ανθρώπους, όσο η απεικόνιση των ελαττωμάτων τους. Αποτελεί μεγάλο χτύπημα ενάντια στα αμαρτήματα η έκθεσή τους στην ειρωνεία όλου του κόσμου. Εύκολα υποφέρουμε τις επιπλήξεις, αλλά δεν αντέχουμε τον σαρκασμό. Δεν έχουμε αντίρρηση να είμαστε κακοί, αλλά δεν θέλουμε να είμαστε γελοίοι». Και, στην Αναφορά του προς τον Λουδοβίκο ΙΔ', πρόσθετε επιγραμματικά: «Χρέος της κωμωδίας είναι να διορθώνει τους ανθρώπους, διασκεδάζοντάς τους». (Ακριβώς αυτό το απόφθεγμα έχει χαραχθεί, λατινικά, στην πρόσοψη της παρισινής Opera Comique: «Castigat ridendo mores» (Διορθώνει τα ήθη με το γέλιο).

Κι ο σύγχρονος του Μολιέρου ηθολόγος ΛαΡοσφουκώ θα πει: «Το γελοίο ατιμάζει περισσότερο απ' την ατιμία»4. Εχει γίνει, άλλωστε, κοινός τόπος η γαλλική παροιμία «Το γέλιο σκοτώνει πιο σίγουρα παρά τα όπλα». Ή η ελληνική: «Κάλλιο της γης κατέλυμμα (τάφος) παρά του κόσμου γέλιο».

Ο άλλος μεγάλος της ευρωπαϊκής κωμωδίας, ο Κάρλο Γκολντόνι, θα γράψει, 80 χρόνια μετά τον Μολιέρο:

«Η κωμωδία επινοήθηκε για να διορθώνει τις ανθρώπινες αδυναμίες και να γελοιοποιεί τις δυσάρεστες συνήθειες... Οι άνθρωποι ανασκαλεύουν τις καρδιές τους και ταυτίζονται με τα πάθη των προσώπων που παρουσιάζονται στη σκηνή, επειδή ξέρουν να ξεχωρίζουν αν ένα πάθος ζωγραφίζεται σωστά, αν ένας χαρακτήρας στοιχειοθετείται καλά. Μ' ένα λόγο, παρατηρούν...»5.

Τον ίδιο χρόνο (1751), ο σπουδαιότερος άγγλος κριτικός του 18ου αιώνα Σάμιουελ Τζόνσον πρόσθετε τούτα τα «επαναστατικά» για την εποχή του:

«Οπως φαίνεται, σκέπτονται (οι θεατρογράφοι) πως τα ταπεινά πρόσωπα αποτελούν θέμα της κωμωδίας, ενώ το μεγαλείο των προσώπων (βασιλιάδων, αρχόντων, στρατηγών κλπ.), φτάνει για να συνθέσεις τραγωδίες... Δεν αναλογίζονται πως σκέψεις και ατυχήματα, καθαυτά γελοία, γίνονται ακόμα πιο κωμικά από την επισημότητα τέτοιων "ηρώων"... και πως αυτό που είναι αξιοπεριφρόνητο και παράλογο, με κανένα τρόπο δεν το μεταμορφώνουν σε λογικό και μεγάλο οι φανταχτεροί τίτλοι. Οι πιο λαμπερές υποθέσεις, όταν εισχωρεί σ' αυτές παράλογη ελαφρότητα, καταντάνε γελοίες. Και οι βασιλικές αλουργίδες δεν δίνουν καμιάν αξιοπρέπεια στην ανοησία και την παλαβομάρα»6.

Διαπίστωση θεμελιακή για το θέατρο και τη ζωή: όσο πιο «σπουδαίο» είναι ένα πρόσωπο, τόσο πιο κωμικά φαντάζουν τα παραστρατήματά του. Γελάμε μ' έναν απλόν άνθρωπο που πέφτει κάτω, αλλά γελάμε πολύ περισσότερο μ' έναν μεγαλουσιάνο που σκοντάφτει. Η γελοιότητα της σοβαροφάνειας είναι κατ' εξοχήν πηγή του κωμικού, που εμπεριέχει και μια δόση «εκδίκησης» για το «μεγαλείο» του δυνατού.

Ανάλογες θέσεις υποστήριξαν δυο σπουδαίοι θεωρητικοί, στα τέλη του περ. αιώνα. Ο άγγλος μυθιστοριογράφος και κριτικός Τζωρτζ Μέρεντιθ ονομάζει την κωμωδία «θεραπεία για την αρρώστια της ταυτότητας, την αρρώστια της εποχής μας». Η κωμωδία ­ λέει ­ διώχνει την «τερατώδη μονοτονία της ζωής μας». Το κωμικό πνεύμα «γεννήθηκε από την ενωμένη κοινωνική ευφυία»... είναι «ο ύπατος εκπολιτιστής». «Το ειδικό γιατρικό για τη ματαιοδοξία είναι το γέλιο ­ το πιο καταγέλαστο ελάττωμα είναι η ματαιοδοξία»7.

Το ονομαστό δοκίμιο του γάλλου φιλόσοφου Ανρί Μπεργκσόν Το Γέλιο8, φέρνει στο νου τη ρήση του Μαρξ (1848) πως «η αστική τάξη στέρησε τον άνθρωπο από την ατομικότητά του και τον έκανε εξάρτημα της μηχανής». Αυτή η «μηχανοποίηση» (ο όρος είναι του Μπεργκσόν) αποτελεί, κατά τον ίδιον, «την πεμπτουσία του σχολαστικισμού, που καμώνεται πως ξεπερνά τη φύση». Για τον γάλλο φιλόσοφο, «το κωμικό αδιέξοδο προβάλλει όταν ένα άτομο παύει να φέρεται σαν ανθρώπινο πλάσμα» ­ δηλαδή, «όταν μοιάζει με μηχανισμό ρολογιού, που κουρδίστηκε μια για πάντα και δουλεύει αυτόματα».

Ο Μπεργκσόν συμπεραίνει πως η κωμωδία «μας κάνει ανθρώπινους και φυσικούς μέσα στις μηχανοποιημένες κοινωνίες μας». Και ο Μέρεντιθ υποδηλώνει πως η κωμωδία μπορεί να μας διαφωτίσει και να μας γιατρέψει από τη χειρότερη βλακεία μας ­ το προπατορικό αμάρτημα της περηφάνιας και της αυταρέσκειας». Κι οι δύο συμφωνούν πως η κωμωδία είναι ένα βήμα προς τον πολιτισμό.

Γενικεύοντας, ο Τζωρτζ Μπέρναρντ Σω έγραφε στις αρχές του αιώνα:

«Πιστεύω πως η τέχνη είναι το πιο λεπτό, το πιο ελκυστικό, το πιο αποτελεσματικό μέσο προπαγάνδας στον κόσμο ­ εκτός μόνο από την προσωπική συμπεριφορά. Αλλά ανώτερη κι απ' αυτή την εξαίρεση είναι η τέχνη της σκηνής, επειδή λειτουργεί εκθέτοντας δείγματα ανθρώπινης συμπεριφοράς, που τα κάνει κατανοητά και συγκινητικά σε πλήθη που δεν διαθέτουν παρατηρητικότητα και σκέψη, και που γι' αυτά η ζωή δεν έχει κανένα νόημα»9.

Κι ας τελειώσουμε αυτή τη μικρή αναδρομή μ' έναν δραματουργό πολύ της μόδας άλλοτε, παραμελημένο τώρα: τον «διδακτικό» Μπέρτολτ Μπρεχτ που, στο Μικρό Οργανο για το Θέατρο, γράφει ωστόσο:

«Η ευγενέστερη λειτουργία του θεάτρου είναι η ψυχαγωγία... Θα έπρεπε να δοθεί περισσότερη προσοχή στο να μην ταπεινωθεί (το θέατρο), πράγμα που θα γινόταν αμέσως αν δεν έκανε διασκεδαστική την ηθική, και μάλιστα διασκεδαστική στις αισθήσεις... Το θέατρο πρέπει να παραμείνει κάτι ολότελα περιττό, που σημαίνει ότι ζούμε βέβαια για το περιττό. Οι διασκεδάσεις χρειάζονται λιγότερο από κάθετι άλλο υπεράσπιση»10.

Πολύμορφη η διατύπωση των στόχων της Κωμωδίας, στους αιώνες. Αλλά δραματουργοί και θεωρητικοί σ' ένα συμφωνούν: πως οι στόχοι αυτοί πρέπει να επιδιώκονται «μεθ' ηδονής», με άξια ψυχαγωγία. Οταν η σκηνή μεταμορφώνεται σε άμβωνα σχολαστικής διδασκαλίας και προπαγάνδας ή, αντίθετα, όταν καταφεύγει σε χυδαίους παλιατσισμούς, τότε και η «ωφέλεια» χάνεται, και η πραγματική, γόνιμη ψυχαγωγία...




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου