Κυριακή 27 Ιουνίου 2010

ΘΕΑΤΡΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ




Δεν είναι κακός δάσκαλος το θέατρο ­ κακή είναι η πολιτική μαθήτριά του.
Ισα - ίσα, το θέατρο, το σωστό θέατρο, όχι μόνο δεν διαφθείρει την πολιτική, αλλά αποτελεί σπουδαίο διδακτήριο για πολίτες και πολιτικούς. Και, αυτό, το έχουν αναγνωρίσει, σ' όλους τους τόνους, όλοι οι αιώνες.

ΠΑΣΙΓΝΩΣΤΗ είναι η τάχα στιχομυθία των «νεκραναστημένων» Αισχύλου και Ευριπίδη, στους αριστοφανικούς «Βατράχους». Στην ερώτηση του πρώτου «γιατί πρέπει να θαυμάζουμε τους (δραματικούς) ποιητές», ο Ευριπίδης αποκρίνεται: «Για τη δύναμη του νου τους και τις ορμήνειες, που κάνουν καλύτερους τους ανθρώπους στις πόλεις» ­ και τους πολιτικούς, βέβαια («Δεξιότητος και νουθεσίας, ότι βελτίους ποιούμεν τους ανθρώπους εν ταις πόλεσιν»: στ. 1009).

Μεγάλη της πολιτείας σχολή λογάριαζαν οι Ελληνες το θέατρο ­ σχολή που συνδύαζε την ελευθερία του λόγου, την παρρησία, με την ποίηση και το πάθος. Για εκείνους, το θέατρο δεν ήταν γιορτή μόνο και ψυχαγωγία, αλλά και θεσμός της πολιτείας ­ που ωστόσο, οι ποιητές την έκριναν και την κατάκριναν αδίστακτα. Ο ένας μετά τον άλλον, ανατέμνανε την εξουσία, τις ενέργειες και τις παρενέργειές της, τις καταχρήσεις δύναμης, τις στρεβλώσεις και τις κακουργίες της. Ο Ευριπίδης, ειδικά, δεν δίσταζε να στηλιτεύει τους συμπολίτες του (ακόμα κι όταν «έβραζε» ο Πελοποννησιακός πόλεμος) για την μωρή και άσπλαχνη πολιτική τους απέναντι σε εχθρούς και συμμάχους. Γι' αυτό και ο Αριστοτέλης θεωρούσε πως η δραματική ποίηση είναι «φιλοσοφικότερη και σπουδαιότερη από την ιστορία», αλλά και από το έπος1.


ΑΥΤΗ τη σκυτάλη πήραν και τίμησαν οι κορυφαίοι κατοπινοί δραματουργοί. Ο Σαίξπηρ, τόσο στα Ιστορικά Δράματά του όσο και στις τραγωδίες του, δεν παύει να στηλιτεύει την πολιτεία βασιλιάδων και «ευγενών», την αυταρχία τους, την αρχολαγνεία τους, την απληστία τους, που υπαγορεύουν αποτρόπαια εγκλήματα, με θύματα όχι μόνο άτομα αλλά και χώρες ολόκληρες και λαούς. Και τιμά, αντίθετα, το θέατρο και τους τεχνίτες του, που είναι «το άπιαστο και φευγαλέο χρονικό κάθε εποχής... της φύσης ο καθρέφτης... που δείχνει το γνήσιο πρόσωπο της αρετής» κτλ. Παράλληλα, όμως, κακίζει τους καμποτίνους ηθοποιούς, που ξεπερνάνε κάθε μέτρο (όπως πάμπολλοι πολιτικοί και ΜΜΕ), για να ξεγελάσουν το κοινό, και τους αποκαλεί «κακοηθέστατους»2. Την ίδιαν, άλλωστε, κατηγορία είχε εκτοξεύσει κι ο Αριστοτέλης για τους κακούς ηθοποιούς που καταφεύγουν σε υπερβολές και παλιατσισμούς3.

Σελίδες ολόκληρες θα χρειάζονταν για να παραθέσουμε έστω και ψήγματα από τις συνηγορίες υπέρ του θεάτρου ­ που ο Μπρεχτ επέμενε πως πρέπει να «ψυχαγωγεί με διδαχή και έρευνα».4. Γι' αυτό και ο Ζαν Βιλάρ το θεωρούσε «οργανισμό κοινής ωφέλειας, όπως το τηλεκτρικό, το τηλέφωνο και το νερό» (Φυσικά, ο ιδρυτής του Εθνικού Λαϊκού Θεάτρου της Γαλλίας δεν θα έκανε τέτοια παρομοίωση αν είχε υπ' όψη του τις δικές μας ΔΕΚΟ...).

ΚΑΙ όχι μόνο το δραματικό θέατρο αλλά και το κωμικό. Ο Αριστοφάνης έταζε στους ακροατές του πως «για το δίκιο θα καλαμπουρίζει, και πολλά θα διδάξει καλά για να είσαστε ευτυχισμένοι»5. Κι αυτός στάθηκε ο στόχος της κωμωδίας, στις άξιες ώρες της: να «διορθώνει τα ήθη γελώντας» («Castigat ridendo mores»). Κι αυτό διακήρυττε ο Μολιέρος, στον Πρόλογο του «Ταρτούφου» του, που σάρκαζε την υποκρισία των ψευτοευσεβών (τι επίκαιρο!): «Αποστολή της κωμωδίας είναι να διορθώνει τα ελαττώματα των ανθρώπων, διασκεδάζοντάς τους». Ταυτόσημα, και ο ημέτερες Εμμανουήλ Ροΐδης στην (επικαιρότατη) «Απάντησιν εις την Ιεράν Σύνοδον» για τον αφορισμό της «Πάπισσας Ιωάννας» του: «Η προς τον πλησίον αγάπη αναγκάζει ημάς πολλάκις να εμπαίζομεν τας αδυναμίας του, ίνα τας καταστήσωμεν μισητάς και φευκτέας». Αλλά και ο βλοσυρός Νίτσε έλεγε πως «Δεν σκοτώνουμε με την οργή, αλλά με το γέλιο»6. Και είναι γνωστό τι ρόλο έπαιξε, τις παραμονές της Γαλλικής Επανάστασης, η σάτιρα του Μπωμαρσαί («Ο γάμος του Φίγκαρο») κατά των ευγενών και αυλικών, που μοναδική τέχνη τους ήταν «να δέχονται, να παίρνουν και να ζητάνε». Μια τέχνη, που δεν έπαψε ν' ανθεί ως τις μέρες μας...

Ακόμα και για το «ταπεινό» μιμοθέατρο, ο σοφιστής του Ε' μ.Χ. αιώνα Χορίκιος υποστήριζε: «... Και τη ζωή μας ως πολιτών καλυτερεύουν (οι μίμοι) όχι λίγο, με το να σωφρονίζουν τους άρχοντες στην κατάλληλη στιγμή με σκώμματα»7.

ΕΤΣΙ, λοιπόν, το Θέατρο, όταν ασχολείται με την πολιτική, κάνει πολύ καλύτερη πολιτική παρά η Πολιτική που μαϊμουδίζει το θέατρο.

Αλλωστε, το θέατρο ­ αντίθετα με την πολιτική ­ παίζει με ανοιχτά χαρτιά: ενώ στηρίζεται στην αυταπάτη του θεατή, δεν εξαπατά κανέναν:

Στο θέατρο, το κοινό ξέρει πως οι ηθοποιοί υποκρίνονται ότι είναι κάποιοι άλλοι («καλοί» ή «κακοί»), και πως όσα λέγονται και γίνονται στη σκηνή είναι ψέματα. Αλλά αποδέχεται την «απάτη» και ψυχαγωγείται μ' αυτήν.

Στην πολιτική, το κοινό δεν ξέρει (υποψιάζεται, μόνο) πως οι πολιτικοί υποκρίνονται ότι είναι κάποιοι άλλοι (κάλλιστοι), και πως τα περισσότερα απ' όσα λένε είναι ψέματα. Αλλά παρασύρεται συχνά από την απάτη, και τους επιβραβεύει με την ψήφο του και την παράδοσή του σ' αυτούς.

Και στο κάτω - κάτω, το κακό θέατρο δεν κακοποιεί παρά την αισθητική του κοινού ­ ενώ η κακή πολιτική κακοποιεί την ίδια την ύπαρξη του κοινού και του τόπου όλου!..




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου