Κυριακή 4 Ιουλίου 2010

ΣΑΙΞΠΗΡ: ΜΥΘΟΙ και ΑΛΗΘΕΙΕΣ


ΣΤΟ τετράστιχο που είναι χαραγμένο από άγνωστο χέρι πάνω στον τάφο του, στην Αγία Τριάδα του πανέμορφου Στράτφορντ, ο Σαίξπηρ (υποτίθεται ότι) παρακαλεί τον διαβάτη να μην ταράξει την οποδό του που κλείνεται εκεί, ευλογεί όσους εισακούσουν την παράκλησή του και καταριέται όποιους πειράξουν τα οστά του.

Αν και ο τάφος του έμεινε πραγματικά αλώβητος, ακριβώς το αντίθετο έγινε μεταφορικά: ούτε η ευλογία ούτε η κατάρα του βάρδου εμπόδισαν αμέτρητους και αμετροεπείς βιογράφους να ταράζουν, τέσσερις αιώνες τώρα, τη στερνή τη γαλήνη του, να «σκαλίζουν τις στάχτες του», για να «ανακαλύψουν» ποιος πραγματικά ήταν, αν ήταν αυτός που νομίζουμε πως ήταν, τι Θεό πίστευε, τι «αμαρτίες» έκανε και μύρια άλλα. Κι όλα αυτά, με ανακριτική και αδιάκριτη μανία.

ΑΠΟ πολύ νωρίς είχαν διατυπωθεί αμφιβολίες για την ταυτότητα του δημιουργού της ανεπανάληπτης εκείνης δραματικής πινακοθήκης.

Πώς μπορεί ­είπαν αρκετοί­ ένα χωριατόπουλο απ' το Στράτφορντ, ένας θεατρίνος των λαϊκών σκηνών του Λονδίνου, που ήξερε «λίγα λατινικά κι ακόμα λιγότερα ελληνικά» (κατά τους τότε αντιπάλους του) να έχει γράψει αυτά τα έργα, όπου ποίηση και λογισμός, βιοτική πείρα και σοφία, ανθρώπινη και κοινωνική ανατομία, φτάνουν σε τέτοια τελειότητα μορφής και ουσίας;

Μόνο ένας σπουδαίος «λόγιος» όπως ο Φράνσις Μπέικον, ο συγγραφέας των ονομαστών «Δοκιμίων» ­υποστηρίζουν μερικοί ­ ή ένας μορφωμένος αριστοκράτης, όπως ο Εντουαρντ νε Βερ, 17ος κόμης της Οξφόρδης ­ διατείνονται άλλοι ­ θα μπορούσαν να έχουν τα «εφόδια» για να γράψουν τέτοια έργα.

Αστε που κάποιοι φιλολογικοί Σέρλοκ Χολμς και Πουαρό «ανακάλυψαν» πως ο συνομήλικος και συνάδελφος του Σαίξπηρ (και απόφοιτος του Καίμπριτζ) Κρίστοφερ Μάρλοου, ο συγγραφέας του «Δόκτορα Φάουστου», ύστερ' από έναν καβγά σε μια ταβέρνα, σκηνοθέτησε τον θάνατό του για να μην τον πιάσει η αστυνομία, κρύφτηκε σε άγνωστο (φυσικά) μέρος κι εκεί, στον κρυψώνα του, έγραφε τα έργα του, δανειζόμενος το όνομα του «αμόρφωτου Ουίλλ»...

Αλλά ­τολμούμε να πούμε εμείς­ από πότε η «ευγενική» καταγωγή ή οι «πανεπιστημιακοί τίτλοι» κατασκευάζουν μεγαλοφυείς ποιητές και δραματουργούς; Πλήθος παραδείγματα βεβαιώνουν το αντίθετο: Ο Ευριπίδης ήταν «γιος μανάβισσας» (αν πιστέψουμε τον Αριστοφάνη)... ο Φρανσουά Βιγιόν ήταν «αλήτης για την κρεμάλα»,... ο Μολιέρος, γιος ταπετσιέρη και «μπουλουξής» στα νιάτα του... ο Ιψεν, φαρμακοτρίφτης... ο Στρίντμπεργκ, «γιος δούλας» ­ για να περιορισθούμε σε μερικούς μόνο κορυφαίους. Κι όσο για το «κρυφτό» του Μάρλοου επί 23 ολόκληρα χρόνια (απ' το 1593 του ταβερνοκαβγά ως το 1616 του θανάτου του Σαίξπηρ), αυτό ανήκει στη δικαιοδοσία της χολλυγουντιανής «επιστημονικής» φαντασίας...

ΜΕΡΙΚΟΙ άλλοι υποστηρίζουν πως δεν μπορούσε ο Σαίξπηρ να έχει γράψει μόνος του όλα τα έργα του, πως σε αρκετά είχε συνεργάτες γνωστούς δραματογράφους της εποχής, απ' τον Μάρλοου (πάλι) ως τον Κυντ και τον Μίνλετον.

Αλλά ο «γλυκός κύκνος του Αίηβον» έγραψε «μόνο» 36-37 έργα. Τι είναι ο αριθμός αυτός μπρος στα 90 του Αισχύλου, τα 92 του Ευριπίδη, τα 100 του Σοφοκλή ή τα 1.500 (!) του Λόπε δε Βέγα; Και πώς τυχαίνει τα γνωστά έργα των «δανειστών» του να είναι, όλα, πολύ κατώτερα από τα δημιουργήματα του «χρεώστη» τους;

Κοινός τόπος είναι πως ο Σαίξπηρ (όπως και οι έλληνες τραγικοί) έπαιρνε θέματα, ακόμα και σκηνές ολόκληρες, από παλιότερα δράματα και πεζογραφήματα άλλων. Αλλά αυτός τους έδωσε το δραματικό και ποιητικό μέγεθος, που εκείνα στερούνταν. Και, αναπλάθοντάς τα, γινόταν «πιο πρωτότυπος από τα πρωτότυπά του», όπως παρατηρεί ο αμερικανός φιλόσοφος Εμερσον...

Του ίδιου εκτοπίσματος είναι και οι άλλοι «μύθοι»: πως ο Σαίξπηρ ήταν καθολικός (η κ. Longworth Chambrun έχει σπαταλήσει κάπου 500 σελίδες, για ν' αποδείξει ότι ο Σ. ήταν «παπιστής»1)... πως ήταν αμφιφυλόφιλος (επειδή τα Σοννέτα του απευθύνονται σ' έναν όμορφο νέο αλλά και σε μια «Μελαχρινή κυρία»)... πως ήταν μοιχός (με την δεύτερη)... πως πέθανε απ' το πολύ πιοτό... και ό,τι άλλο βάζει ο νους σας...

ΟΛΟΙ αυτοί οι μύθοι δίνουν μια τρίτη αφορμή: να ρωτήσουμε, απλούστατα: Ε, και; Κι όχι μόνο για την περίπτωση του Σαίξπηρ αλλά και για πολλές άλλες, όπου οι ευσυνείδητοι βιογράφοι ιδρωκοπάνε για να φέρουν στο φως «άγνωστες, σκοτεινές» πτυχές των μεγάλων.

«Ε, και;» λοιπόν. Τι αλλάζει αν τα έργα του Σαίξπηρ, ειδικά, τα έγραψε ο γιος του επαρχιώτη γαντοποιού Τζων Σαίξπηρ ή ο γιος του δούκα Nobody... τι αλλάζει αν ήταν χριστιανός ή ειδωλολάτρης... αν είχε τούτα ή εκείνα τα ερωτικά γούστα;

Το μόνο που δεν αλλάζει, το μόνο που έχει σημασία μέγιστη, είναι το Εργο του το μέγιστο ­ κι αυτό αποτελεί την μόνη, πραγματική βιογραφία του. Το Εργο αυτό κανένας δεν μπορεί να το αλλοιώσει, κανένας δεν μπορεί να το σκιάσει. Να το σχολιάσει, ναι ­ να το κρίνει, ούτε λόγος. Ολη η άλλη «βιο-φιλολογία», όμως, καταντά σκανδαλοθηρία, που δεν απέχει και πολύ απ' τη χρηματοθηρία...

ΑΝΤΙΘΕΤΑ, σημασία πραγματική έχει ένας άλλος «μύθος» που υποστηρίζει πως ο Σαίξπηρ ήταν κήρυκας της ιδεολογίας του ελισαβετιανού κατεστημένου και, συνακόλουθα, περιφρονητής του λαού.

Κοινός, και πάλι, τόπος είναι πως οι Αγγλοι της εποχής του, όχι μόνο στοιχειώνονταν απ' τις μνήμες του αποτρόπαιου εμφύλιου πολέμου των «Δύο Ρόδων» (1455-85), αλλά και φοβόνταν μιαν επανάληψη της αδελφοσφαγής μετά τον θάνατο της άτεκνης Ελισάβετ. Κι αυτή η αποστροφή κι η αγωνία εμπνέουν τα ιστορικά δράματα του Σαίξπηρ.

Αλλά ποιοι είχαν προκαλέσει (και θα μπορούσαν να προκαλέσουν πάλι) την αιματηρή κι ολέθρια σύρραξη; Ποιοι άλλοι από το «κατεστημένο», απ' τους «ευγενείς», που καθένας τους ορεγόταν να σκαρφαλώσει στον θρόνο, με όποιο μέσο, νόμιμο ή άνομο;

Κι αυτούς τους αρχολίπαρους άρχοντες στηλιτεύει αδιάκοπα ο ποιητής, όλους εκείνους τους Ριχάρδους, Ερρίκους, Εδουάρδους και, αργότερα, Μάκβεθ, Γκόνεριλ και Ρεγάνες ­ του Ληρ­, Κοριολανούς, που δεν διστάζουν να στρώνουν με πτώματα τον δρόμο για την πολυπόθητη και πολύφερνη εξουσία.

Κι όχι μόνο: φτάνει και ν' αρνηθεί την ίδια την υπόσταση της «αρχοντιάς» αυτών των «μεταξοντυμένων σκλάβων»4: «Τ' άσημο τ' όνομα απ' τον τίτλο το μεγάλο / μια φήμη μάταιη το χωρίζει, τίποτ' άλλο», λέει ο δεσμοφύλακας του Πύργου του Λονδίνου5.

Κι ο αμλέτειος Νεκροθάφτης: «Δεν υπάρχουν αρχαιότεροι άρχοντες από τους κηπουρούς, τους σκαφτιάδες και τους νεκροθάφτες. Αυτοί κρατάνε ζωντανή την τέχνη του Αδάμ»6.

Αλλά και της ίδιας της βασιλικής εξουσίας την ματαιότητα δεν θα διστάσει να προβάλει, ξανά και ξανά: «Τι είναι μεγαλείο, / εξουσία, βασίλειο, άλλο από γη και σκόνη;» λέει ο κατοπινός Ριχάρδος Γ'7. Αλλά και το βασιλόπουλο ο Αμλετ: «Ο παχύς βασιλιάς κι ο ισχνός ζητιάνος είναι παραλλαγές τροφής (για τα σκουλίκια) και μόνο - δυο ποικιλίες φαγητών στο ίδιο τραπέζι»8.

ΟΣΟ για τον λαό, τον ονομάζει, βέβαια, «τέρας κουτό με αμέτρητα κεφάλια» υπογραμμίζει την αστάθεια της κοινής γνώμης (στον Ιούλιο Καίσαρα λ.χ.), αλλά δεν παραλείπει να υποδείξει πως οι αδυναμίες του, αιτία έχουν τη φτώχεια, την αμορφωσιά του και την καταπίεσή του απ' τους κρατούντες. Στην τελευταία, μάλιστα, τραγωδία του τον Κοριολανό, θα εικονίσει παραστατικότατα την «πάλη των τάξεων», την δίκαιη αγανάκτηση των πληβείων κατά του «μισόδημου» Κοριολανού, και θα επαναλάβει (χωρίς να το ξέρει, σίγουρα) την θαυμάσια φράση της σοφόκλειας Αντιγόνης: «Και τι είναι η πολιτεία; Δεν είναι ο λαός;»10

Για να καταλήξει στην καταδίκη του αρχομανούς πατρίκιου (και προδότη της πατρίδας του) Κοριολανού: «Αντιστάθηκε στο νόμο / Γι' αυτό κι ο νόμος δε θα τον αξιώσει να προσφύγει / σ' άλλη αρχή απ' την αμείλικτη λαϊκή εξουσία / που αυτός την έχει για σκουπίδι»11.

Ανθρωπος του λαού, ο Shakespeare ­ γνώριζε του λαού τα πάθη, ένιωθε τις αιτίες των παθημάτων του και τα δραματοποιούσε όσο κανένας «στρατευμένος» θεατρογράφος...



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου