Τρίτη 6 Ιουλίου 2010

COMMEDIA DELL' ARTE- K. GOLDONI





Ακμή του κορυφαίου δραματουργού της Ιταλίας Κάρλο Γκολντόνι (1707-1793) διασταυρώνεται με την παρακμή της πατρίδας του Βενετίας και του θεατρικού «φαινομένου» που ονομάστηκε Commedia dell' arte.
Η «γαληνότατη δημοκρατία» της Βενετίας ούτε δημοκρατία ήταν ποτέ, ούτε γαλήνια: εξουσιαζόταν από μιαν «αριστοκρατία του πλούτου» και εξουσίαζε τη Μεσόγειο, με τους στόλους της, με το εμπόριό της, με αδιάκοπους πολέμους ­ «θαλασσοκράτειρα» την έλεγαν και «μεγάλο αποικιακό κράτος» ήταν.
Τραγικό θύμα και λεία του «ιμπεριαλισμού» της στάθηκε το Βυζάντιο, όταν η «βασιλεύουσά» του αλώθηκε απ' τους Σταυροφόρους το 1204, και μεγάλες περιοχές του κατακτήθηκαν απ' τους Φράγκους και, ειδικά, απ' τους Ενετούς.
Αλλά οι ανακαλύψεις νέων χωρών, το άνοιγμα του «δρόμου των Ινδιών», μετατόπισαν το κέντρο του κόσμου και του πλούτου, καινούργιες «θαλασσοκράτειρες» αναδύθηκαν (Ισπανία, Πορτογαλία, Αγγλία) και αφαίρεσαν τη μονοκρατορία από την «πόλη των νερών», ενώ οι πόλεμοι με τους Τούρκους αφαίμαξαν οικονομικά και εδαφικά το ενετικό κράτος.
Αρχίζει, έτσι, η παρακμή. ­ Παρακμή όχι μόνο οικονομικοπολιτική αλλά και κοινωνική και ηθική. Βασιλιάς της ενετικής δημοκρατίας ήταν, από πάντα, το χρήμα ­ σ' αυτό είχε στηρίξει την εσωτερική διάρθρωσή της και την εξωτερική επιβολή της.

Τον ίδιο καιρό, και όταν ο Γκολντόνι, παρατώντας τη δικηγορία, στράφηκε στο θέατρο, και τη Κομμέντια ντελλ' άρτε, που είχε κυριαρχήσει στην ιταλική (και όχι μόνο) σκηνή τον ΙΣΤ' και ΙΖ' αιώνα. Το θεατρικό αυτό είδος πήρε την ονομασία του απ' τη λέξη «arte» που, τον Μεσαίωνα, σήμαινε «τεχνίτης». Και παιζόταν από επαγγελματίες τεχνίτες της σκηνής, που δεν στηρίζονταν σ' ένα πλήρως γραμμένο κείμενο (όπως το λόγιο δράμα), αλλά σ' ένα «σενάριο», που έδινε τις γενικές γραμμές της πλοκής, ενώ τους διαλόγους και τις επιμέρους σκηνές τις αυτοσχεδίαζαν οι ηθοποιοί ­ διάδοχοι των πανάρχαιων αυτοσχεδιαστικών μίμων, που στάθηκαν το πρωτόπλασμα του θεάτρου.
Επειδή, ωστόσο, δεν ήταν εφικτό σε κάθε παράσταση να επινοούνται καινούργια πρόσωπα, η Κομμέντια διαμόρφωσε μια σειρά από σταθερούς «τύπους», με μόνιμα γνωρίσματα μορφής, χαρακτήρα, καταγωγής, γλωσσικού ιδιώματος, και με μόνιμες μάσκες («μάσκες», κατ' επέκταση, ονομάζονταν και οι «τύποι»). Οπως ο τσιγκούνης έμπορος Πανταλόνε απ' τη Βενετία, ο λογιώτατος Ντοττόρε, απ' τη Μπολόνια, ο ψευτοπαλικαράς Καπιτάνο και, προπάντων, οι Zanni (Γιάννηδες στο ιδίωμα του Μπέργκαμο), οι κωμικοί υπηρέτες, μ' επικεφαλής τον Αρλεκίνο. Και κάθε ηθοποιός ειδικευόταν σ' έναν απ' τους τύπους, τον πλούτιζε και τον ποίκιλλε με το ταλέντο και τη φαντασία του, κληροδοτώντας τον στους επιγόνους του.
Την Κομμέντια δόξασαν σπουδαίοι τέτοιοι θεατροτεχνίτες. Αλλά την εποχή του Γκολντόνι, το είδος είχε αρχίσει να παρακμάζει, καθώς οι θεατρίνοι, στερημένοι απ' τα χαρίσματα των προδρόμων τους, περιορίζονταν σε ξεθυμασμένες μιμήσεις των παλιών δημιουργών και, μη μπορώντας να προκαλέσουν αλλιώς το γέλιο, καταφεύγανε σε χοντράδες, χυδαιότητες, βωμολοχίες.
Σ' αυτή την κατάπτωση θ' αντιδράσει ο Γκολντόνι ­ και θα γίνει ο μεγάλος αναμορφωτής όχι μόνο της Κομμέντια αλλά και εν μέρη του ιταλικού θεάτρου.
Στην αρχή, έγραφε κι εκείνος «σενάρια» για την Κομμέντια. Αλλά βλέποντας πόσο είχε στερέψει και εκπέσει η αυτοσχεδιαστική ικανότητα των ηθοποιών, βάλθηκε να γράφει ο ίδιος όλους τους διαλόγους και τις σκηνικές οδηγίες. Το πρώτο του έργο, που συνδύαζε (μερικά) το «σενάριο» με γραφτούς διαλόγους, ήταν το Momolo cortesan (1738). Λίγο αργότερα, όταν ο ονομαστός ηθοποιός της Κομμέντια Antonio Sacchi του ζήτησε ένα έργο για τον θίασό του, ο Γκολντόνι το 'γράψε αρχικά με μορφή «σεναρίου» (1745) κι έτσι παίχτηκε απ' τον Sacchi στο θέατρο San Samuele της Βενετίας, σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία (1746). Οταν, όμως, ο συγγραφέας είδε να κακοποιείται το έργο του από άλλους ηθοποιούς, πολύ κατώτερους, έκατσε κι έγραψε όλους τους διαλόγους και τα «σκηνικά», για ν' αποτρέψει άλλες κακότεχνες παραποιήσεις: ήταν ο Υπηρέτης δύο αφεντάδων, με τη μορφή που ξέρουμε σήμερα.
Η αναμόρφωση δεν σταματούσε εκεί. Ζώντας την εποχή του Διαφωτισμού, ο Γκολντόνι θέλησε να φέρει, και στο θέατρο, πνεύμα και όψη «ρεαλισμού», και να κάνει τα έργα του απεικόνιση των ανθρώπων και της κοινωνίας του καιρού του. Οπως λέει στα Απομνημονεύματά του, «τα δυο βιβλία που πιο πολύ μελέτησε ήταν ο Κόσμος και το Θέατρο». Στον Κόσμο βρήκε τους ανθρώπους, τους χαρακτήρες τους και τις αντιθέσεις τους. Το Θέατρο του δίδαξε πώς να μορφοποιεί σκηνικά τα πρόσωπα που τις ενσαρκώνουν και να «ενεργοποιεί» τις συγκρούσεις, κωμικές ή δραματικές, που επακολουθούν.
Αστός ο ίδιος, σατιρίζει τους ακαμάτηδες και φαντασμένους «αριστοκράτες», χαριτολογεί για τους πολυπράγμονες αστούς, προβάλλει τα αγαθά και τα πονηρά καμώματα των καματερών λαϊκότερων στρωμάτων. Και πέρα απ' τις τάξεις, προχωρεί συχνά στη «μάχη των φύλων», τονίζοντας τα πνευματικά και ηθικά χαρίσματα των καταπιεσμένων και καταφρονημένων γυναικών ­ ένας «φεμινιστής» avant la lettre...
Συνεπής στον «ρεαλισμό» του, καταργεί και τις μάσκες που ­ λέει ο ίδιος ­ «ζημιώνουν το παίξιμο του ηθοποιού», μια και δεν του επιτρέπουν «να εκφράσει με τα χαρακτηριστικά του προσώπου του τα πάθη που συνταράζουν την ψυχή του». «Σήμερα» ­ συνεχίζει ­ «είναι κοινή επιθυμία ο ηθοποιός να έχει ψυχή, και η ψυχή κάτω απ' τη μάσκα είναι σαν τη φωτιά κάτω απ' τις στάχτες».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου